Kontrolować στα ελληνικά

Μετάφραση: kontrolować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελέγχω, αναχαιτίζω, καρέ, ερωτώ, έλεγχος, πειθαρχώ, παρακολουθώ, εποπτεύω, ανακόπτω, επιθεωρώ, εξουσιάζω, πειθαρχία, επιτηρώ, ερευνώ, επιβλέπω, σταματώ, ελέγχου, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου της
Kontrolować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • diaboliczny στα ελληνικά - διαβητικός, διαβολικός, διαβολική, διαβολικό, διαβολικά, διαβολικές
  • donosicielski στα ελληνικά - καταγγελτικός, κηρυγματικό, καταγγελτική, απαξιωτικές
  • entuzjazm στα ελληνικά - ενθουσιασμός, ζήλος, ενθουσιασμό, τον ενθουσιασμό, ενθουσιασμού, ο ενθουσιασμός
  • hurtownik στα ελληνικά - χονδρέμπορος, χονδρεμπόρου, χονδρέμπορο, χονδρικής, χονδρικής πώλησης
Τυχαίες λέξεις
Kontrolować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελέγχω, αναχαιτίζω, καρέ, ερωτώ, έλεγχος, πειθαρχώ, παρακολουθώ, εποπτεύω, ανακόπτω, επιθεωρώ, εξουσιάζω, πειθαρχία, επιτηρώ, ερευνώ, επιβλέπω, σταματώ, ελέγχου, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου της