Λέξη: σπιθοβολώ

Μεταφράσεις: σπιθοβολώ

σπιθοβολώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
spark, spithovolo

σπιθοβολώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
centella, chispear, chispa, spithovolo

σπιθοβολώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
funke, spithovolo

σπιθοβολώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
déclencher, paillette, gandin, pétiller, étinceler, dameret, scintiller, spithovolo

σπιθοβολώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
favilla, scintilla, scintillare, spithovolo

σπιθοβολώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
faísca, centelha, sobressalentes, spithovolo

σπιθοβολώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sprank, vonk, spithovolo

σπιθοβολώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вспыхивать, огонек, искриться, возлюбленный, отблеск, огонёк, щеголь, вспышка, искрить, воодушевлять, зажигать, проблеск, искра, spithovolo

σπιθοβολώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gnist, spithovolo

σπιθοβολώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gnistra, spithovolo

σπιθοβολώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kipinä, spithovolo

σπιθοβολώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gnist, spithovolo

σπιθοβολώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
švihák, cetka, jiskra, jiskřit, frajer, spithovolo

σπιθοβολώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
błyskotka, iskierka, odrobina, modniś, fircyk, rozpętać, galant, lekkoduch, iskra, spithovolo

σπιθοβολώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szikratávírás, divatbáb, szikra, aprógyémánt, spithovolo

σπιθοβολώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kıvılcım, spithovolo

σπιθοβολώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спалахувати, проблиск, надихати, улюблений, spithovolo

σπιθοβολώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
xixë, spithovolo

σπιθοβολώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
spithovolo

σπιθοβολώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
spithovolo

σπιθοβολώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sütitama, säde, spithovolo

σπιθοβολώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
udvarač, tračak, iskra, kicoš, svjetlucanje, spithovolo

σπιθοβολώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
spithovolo

σπιθοβολώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kibirkštis, spithovolo

σπιθοβολώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dzirkstele, spithovolo

σπιθοβολώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
искрата, spithovolo

σπιθοβολώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scânteie, spithovolo

σπιθοβολώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spithovolo

σπιθοβολώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spithovolo
Τυχαίες λέξεις