Krępować στα ελληνικά
Μετάφραση: krępować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμποδίζω, στενοχωρώ, φέρουν σε δύσκολη θέση, φέρω σε δύσκολη θέση, έφερναν σε δύσκολη θέση
Μεταφράσεις
- antykwariat στα ελληνικά - βιβλιοπωλείο, αρχαιοπωλείο, παλαιοπωλείο, μαγαζί με τις αντίκες, παλαιό κατάστημα, αντικών κατάστημα
- areał στα ελληνικά - περιοχή, εκτάσεων, έκταση, έκτασης, έκτασης που, αποξηραθούν
- asymetria στα ελληνικά - ασυμμετρία, ασυμμετρίας, η ασυμμετρία, την ασυμμετρία, της ασυμμετρίας
- intymnie στα ελληνικά - κατ 'ιδίαν, ιδιωτική, ιδιωτικά, ιδιώτες, ιδιωτικής
Τυχαίες λέξεις
Krępować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμποδίζω, στενοχωρώ, φέρουν σε δύσκολη θέση, φέρω σε δύσκολη θέση, έφερναν σε δύσκολη θέση
Μεταφράσεις: εμποδίζω, στενοχωρώ, φέρουν σε δύσκολη θέση, φέρω σε δύσκολη θέση, έφερναν σε δύσκολη θέση