Λέξη: ανεφοδιάζω

Συνώνυμα: ανεφοδιάζω

προμηθεύω, εφοδιάζω

Μεταφράσεις: ανεφοδιάζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
replenish, anefodiazo
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rellenar, anefodiazo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anefodiazo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réassortir, charger, gonfler, compléter, combler, emplir, remplir, suppléer, anefodiazo
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riempire, integrare, anefodiazo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
anefodiazo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
anefodiazo
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пополнить, пополнять, anefodiazo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
anefodiazo
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anefodiazo
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
anefodiazo
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
anefodiazo
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
naplnit, doplnit, anefodiazo
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaopatrywać, napełnić, napełniać, dopełniać, dopełnić, uzupełniać, anefodiazo
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
anefodiazo
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
anefodiazo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
anefodiazo
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
anefodiazo
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
anefodiazo
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
anefodiazo
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kosutama, anefodiazo
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
napuniti, dodati, anefodiazo
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
anefodiazo
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
anefodiazo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
anefodiazo
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
anefodiazo
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
anefodiazo
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
anefodiazo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
anefodiazo
Τυχαίες λέξεις