Krańcowy στα ελληνικά
Μετάφραση: krańcowy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόλυτος, μέγιστος, ύψιστος, εκστομίζω, ξεστομίζω, καθαρός, ακραίος, περιθωριακός, οριακός, περιθωριακό, οριακό, οριακή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bogaty στα ελληνικά - άφθονος, εύπορος, πλούσιος, ευκατάστατος, πλούσια, πλούσιο, πλούσιες, ...
- brudnopis στα ελληνικά - γόμα, Scratchpad, το Scratchpad, του Scratchpad, με γόμα
- doczesny στα ελληνικά - γήινος, εγκόσμιος, χρονικός, κοσμικός, τετριμμένος, χρονική, χρονικής, ...
- dyskretnie στα ελληνικά - εμπιστευτικώς, εμπιστευτικά, εχεμύθεια, με εχεμύθεια, με εμπιστευτικό
Τυχαίες λέξεις
Krańcowy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόλυτος, μέγιστος, ύψιστος, εκστομίζω, ξεστομίζω, καθαρός, ακραίος, περιθωριακός, οριακός, περιθωριακό, οριακό, οριακή
Μεταφράσεις: απόλυτος, μέγιστος, ύψιστος, εκστομίζω, ξεστομίζω, καθαρός, ακραίος, περιθωριακός, οριακός, περιθωριακό, οριακό, οριακή