Λέξη: διατήρηση
Σχετικές λέξεις: διατήρηση
διατήρηση της ορμής, διατήρηση συνώνυμα, διατήρηση της βιοποικιλότητας, διατήρηση της βιοποικιλότητας και άλλες διατάξεις, διατήρηση στροφορμής, διατήρηση φέτας, διατήρηση προσωπικής διαφοράς, διατήρηση φράουλας, διατήρηση προσωρινής διαταγής, διατήρηση βάρους
Συνώνυμα: διατήρηση
συντήρηση, φαί, τροφή, διατροφή, υποστήριξη, τήρηση, προστασία, διαφύλαξη
Μεταφράσεις: διατήρηση
διατήρηση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
preservation, conservation, maintenance, keep, maintaining
διατήρηση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conservación, la conservación, conservación de, de conservación, la conservación de
διατήρηση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bewahrung, erhalt, erhaltung, konservierung, Naturschutz, Erhaltung, Schutz, Konservierung, Erhaltungs
διατήρηση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
préservation, maintien, conservation, la conservation, de conservation, conservation de
διατήρηση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mantenimento, conservazione, di conservazione, la conservazione, conservazione della, risparmio
διατήρηση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
conservação, de conservação, a conservação, preservação, conservation
διατήρηση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bewaring, behoud, instandhouding, de instandhouding, het behoud
διατήρηση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сохранение, консервация, сбережение, предохранение, консервирование, сохранность, защитник, сохранения, сохранению, охрана, консервации
διατήρηση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
konservering, vedlikehold, bevaring, bevarings, vern, verne
διατήρηση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bevarande, bevarandet, bevara, bevarandestatus
διατήρηση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suojeleminen, säilytys, varjelu, säilyttäminen, säilyttämistä, suojelusta, säilyttämis-, säilyttämisen
διατήρηση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bevaring, bevarelse, beskyttelse, bevarelsen, bevare
διατήρηση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
udržení, zachování, konzervace, konzervování, uchování, rezervace, ochrana, ochrany
διατήρηση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ochrona, przechowanie, zabezpieczenie, uchronienie, stan, konserwacja, zachowanie, konserwowanie, ochrony, zachowania
διατήρηση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megőrzés, védelmi, védelméről, megőrzése, természetvédelmi
διατήρηση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
koruma, Korunması, Conservation, tasarrufu, korunumu
διατήρηση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виклади, збереження, зберігання, зберегти
διατήρηση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ruajtje, ruajtjes, ruajtja, konservimit, konservimi
διατήρηση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
запазване, съхраняване, опазване, опазването, опазване на
διατήρηση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
захаванне, захаваньне
διατήρηση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
säilitamine, konserveerimine, kaitse, säilitamise, kaitse-, kaitseks
διατήρηση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
očuvanja, očuvanje, čuvanje, zaštitom, očuvanost, konzervacija, konzervatorsko
διατήρηση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
náttúruvernd, verndun, varðveislu, verndunar, varðveisla
διατήρηση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išsaugojimas, išsaugojimo, išsaugojimą, konservavimas, išsaugojimui
διατήρηση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saglabāšana, saglabāšanu, saglabāšanas, aizsardzības, aizsardzība
διατήρηση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
конзервација, зачувување, зачувувањето, зачувување на, за зачувување
διατήρηση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
conservare, conservarea, de conservare, conservării, conservare a
διατήρηση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ohranjanje, varstvo, ohranitev, ohranjanja, ohranjenosti
διατήρηση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
konzervácia, konzervácie, konzervovanie, konzerváciu, konzervovania
Στατιστικά δημοτικότητας: διατήρηση
Τυχαίες λέξεις