Kserować στα ελληνικά
Μετάφραση: kserować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντιγράφω, αντίγραφο, αντίτυπο, φωτοτυπία, φωτοαντίγραφο, φωτοαντιγραφικών, φωτοτυπικό, φωτοαντιγράφου
Μεταφράσεις
- adamaszek στα ελληνικά - δαμασκός, δαμασκηνό, damask, δαμασκηνά, δαμασκηνό ύφασμα
- armator στα ελληνικά - κάτοχος, κτήτορας, ιδιοκτήτης, πλοιοκτήτης, εφοπλιστής, πλοιοκτήτη, εφοπλιστή, ...
- deportowanie στα ελληνικά - απέλαση, απέλασης, απέλασή, την απέλαση, η απέλαση
- edredon στα ελληνικά - είδος πάπιας, πουπουλόπαπια, την πουπουλόπαπια, πουπουλόπαπιας, η πουπουλόπαπια
Τυχαίες λέξεις
Kserować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντιγράφω, αντίγραφο, αντίτυπο, φωτοτυπία, φωτοαντίγραφο, φωτοαντιγραφικών, φωτοτυπικό, φωτοαντιγράφου
Μεταφράσεις: αντιγράφω, αντίγραφο, αντίτυπο, φωτοτυπία, φωτοαντίγραφο, φωτοαντιγραφικών, φωτοτυπικό, φωτοαντιγράφου