Λέξη: παραίσθηση
Σχετικές λέξεις: παραίσθηση
παραίσθηση συνώνυμα, κιναισθητική παραίσθηση, παραίσθηση ορισμος, οπτική παραίσθηση, παραίσθηση wiki, παραίσθηση ψευδαίσθηση, παραίσθηση λεξικο
Συνώνυμα: παραίσθηση
αυταπάτη, πλάνη, απάτη, ψευδαίσθηση
Μεταφράσεις: παραίσθηση
παραίσθηση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
illusion, hallucination, delusion, illusion of, an illusion
παραίσθηση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ilusión, espejismo, alucinación, alucinaciones, la alucinación, una alucinación, hallucination
παραίσθηση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
illusion, sinnestäuschung, wahnbild, halluzination, täuschung, Halluzination, Halluzinationen, hallucination, Sinnestäuschung
παραίσθηση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fantasmagorie, illusion, hallucination, mirage, l'hallucination, hallucinations, une hallucination
παραίσθηση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inganno, illusione, allucinazione, un'allucinazione, allucinazioni, hallucination, l'allucinazione
παραίσθηση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ilusão, alucinação, alucinações, hallucination, da alucinação, alucinaçăo
παραίσθηση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
waan, zinsbedrog, illusie, begoocheling, drogbeeld, hallucinatie, hallucinaties, hallucination, hallucinatie is
παραίσθηση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тюль, наваждение, фикция, мираж, иллюзия, обман, заблуждение, галлюцинация, галлюцинации, галлюцинацией, галлюцинацию
παραίσθηση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
illusjon, villfarelse, hallusinasjon, hallusinasjoner, hallucination
παραίσθηση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
illusion, villfarelse, villa, hallucination, hallucinationer, hallucinationen
παραίσθηση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
harha, unikuva, harhakuvitelma, harhaluulo, lume, havaintoharha, illuusio, haave, houre, kuvajainen, hallusinaatio, hallusinaatiot, aistiharhat, hallusinaatioita, aistiharha
παραίσθηση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indbildning, illusion, hallucination, hallucinationer
παραίσθηση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přelud, mámení, halucinace, iluze, halucinaci, halucinací
παραίσθηση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
złudzenie, majaczenie, majak, złuda, omam, halucynacja, iluzja, urojenie, przywidzenie, mrzonka, ułuda, omamy, halucynacje, halucynacją, halucynacji
παραίσθηση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
érzékcsalódás, hallucináció, hallucinációk, hallucinációt, hallucination
παραίσθηση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kuruntu, hayal, sanrı, halüsinasyon, varsanı, halüsinasyonu, hallucination
παραίσθηση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тюль, міраж, галюцинація, ілюзія, галюцинації, галлюцинация
παραίσθηση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
iluzion, haluçinacion, shajni, vegulli
παραίσθηση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мираж, халюцинация, халюцинации
παραίσθηση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
галюцынацыя, галюцынацыі, ёсць галюцынацыя
παραίσθηση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
illusioon, pettekujutelm, hallutsinatsioon, silmapete, viirastus, hallutsinatsioonid, hallutsinatsioonide, hallutsinatsioone
παραίσθηση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
iluzija, varka, halucinacija, obmana, halucinacije, halucinaciju, priviđenje
παραίσθηση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hugarburður, ofskynjanir, ofskynjunum
παραίσθηση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
haliucinacija, haliucinacijos
παραίσθηση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
halucinācija, halucinācijas, halucinācijām
παραίσθηση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
халуцинација, халуцинации, халуцинацијата
παραίσθηση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
iluzie, halucinație, halucinații, halucinatie, halucinatii, halucinația
παραίσθηση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
halucinacije, halucinacija, privid, halucinacijah, prividi
παραίσθηση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
klam, halucinácie, halucinácia
Τυχαίες λέξεις