Λέξη: άντληση

Σχετικές λέξεις: άντληση

άντληση πετρελαίου, άντληση συνώνυμα, άντληση νερού από πηγάδι, άντληση πληροφοριών από τον παγκόσμιο ιστό, άντληση νερού, άντληση μητρικού γάλακτος με το χέρι, άντληση ύδρευση άρδευση, άντληση μητρικού γάλακτος, άντληση υδάτων, άντληση με θήλαστρο

Μεταφράσεις: άντληση

άντληση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
suction, pumping, abstraction, raising, extraction, pump

άντληση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
succión, bombeo, de bombeo, bombeo de, el bombeo, de bombeo de

άντληση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sog, einsaugen, saugfähigkeit, saugwirkung, Pump, Pumpen, Förder

άντληση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aspiration, succion, pompage, de pompage, le pompage, pompe, pompage de

άντληση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pompaggio, di pompaggio, il pompaggio, pompante, pompa

άντληση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bombeamento, bombagem, de bombeamento, bombear, bombeamento de

άντληση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pompen, pompende, verpompen, het pompen, pomp

άντληση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сосание, всасывание, присасывание, приём, накачка, накачки, насосная, насосной, откачки

άντληση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pumping, pumpe

άντληση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pumpning, pump, pumpa, pumpnings, Pump

άντληση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
imu, imeminen, pumppaus, pumppauksen, pumppaus-, pumppaamiseen, pumppaaminen

άντληση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pumpning, pumpe, at pumpe, pumpningen, pumpestationer

άντληση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vysání, čerpací, čerpání, Pumping, Pumping na, pumpování

άντληση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ssanie, zasysanie, wysysanie, pompowanie, pompowania, Pompy, Pompy do, pompujący

άντληση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szivattyúzás, pumpáló, szivattyúzási, szivattyúzó, pumpálási

άντληση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pompalama, pompa, bir pompalama, terfi, pompaları

άντληση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
усмоктування, ссання, смоктання, накачування, підготовка, накачка

άντληση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pompimit, pompimi, pompimin, pompuar, pompave

άντληση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
помпен, помпане, изпомпване, помпена, помпената

άντληση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
напампоўка, накачка

άντληση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
imamine, imemine, pumpamine, pumpamiseks, pumpamise, pumpamist, pumbasüsteemi

άντληση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
crpna, crpne, crpljenje, pumpanje, pumpanja

άντληση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dæla, að dæla vatninu, dæla vatninu, að dæla vatninu þessa, dæla vatninu þessa

άντληση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
siurbimo, siurblinės, sausinimo, pumpavimo, išsiurbimo

άντληση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zīšana, sūkņu, sūknēšanas, sūknēšana, Sūkņa, piepumpēšana

άντληση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пумпна, пумпни, пумпање, препумпната, транспорт на

άντληση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
de pompare, pompare, pomparea, pompare a, pompare de

άντληση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sání, črpalna, črpanje, pumping, črpanja, črpalni

άντληση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
čerpacie, Čerpacia, čerpacej, čerpaciu, čerpacích
Τυχαίες λέξεις