Kumulować στα ελληνικά

Μετάφραση: kumulować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσσωρεύω, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
Kumulować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • azot στα ελληνικά - άζωτο, αζώτου, του αζώτου, σε άζωτο, από άζωτο
  • dwuwarstwowy στα ελληνικά - δίφυλλος, δύο στρωμάτων, δίφυλλων, δίφυλλη, δίφυλλου
  • ewoluować στα ελληνικά - αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, εξελίσσονται, εξελιχθεί, εξελίσσεται, εξελιχθούν, να εξελιχθεί
  • gambit στα ελληνικά - αρχική κίνηση, τέχνασμα, τέχνασμα για, Γκαμπί
Τυχαίες λέξεις
Kumulować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσσωρεύω, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί