Λέξη: περικλείω

Σχετικές λέξεις: περικλείω

περικλείω english, περικλείω λεξικο, περικλείω αόριστος, περικλείω κλιση, περικλείω συνωνυμα, περικλείω συνώνυμο

Συνώνυμα: περικλείω

περιρράπτω, ξεροβήχω, στριφώνω, περιέχω, αναχαιτίζω, διαιρούμαι, περιλαμβάνω, συγκρατώ, εγκλείω, περιβάλλω, επισυνάπτω, περικυκλώ

Μεταφράσεις: περικλείω

περικλείω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
enclose, hem, encompass

περικλείω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
contener, incluir, circundar, rodear, dobladillo, del dobladillo, el dobladillo, dobladillo de, dobladillo hecho

περικλείω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
umfangen, einhüllen, umgeben, umschließen, Saum, Bund, Rand, hem

περικλείω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
clôturer, encercler, enserrer, clore, embrasser, joindre, inclure, enclosent, renfermer, envelopper, closons, entourer, enceindre, enserrons, enfermons, enferment, ourlet, l'ourlet, bord, hem, ourlets

περικλείω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accludere, rinchiudere, cingere, circondare, orlo, bordo, del bordo, lembo, orlo a

περικλείω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abranger, incluir, rodear, acercar, bainha, hem, barra, orla, bainha de

περικλείω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
omsluiten, insluiten, zoom, boord, zomen, onderboord, het boord meegerekend

περικλείω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
огораживать, вкладывать, додать, огородить, присовокуплять, придать, вставлять, добавить, вложить, придавать, окружать, добавлять, заключать, прибавлять, прибавить, прилагать, кромка, низа, подол, рубчик, подола

περικλείω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
inneslutte, vedlegge, hem, kant, nederst, kanten

περικλείω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
innesluta, fåll, hem, m, nederkant, nertill

περικλείω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ympäröidä, aidoittaa, aidata, saartaa, panna, helma, helmassa, hem, helman, helmaan

περικλείω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hem, kant, forneden, sømmen, søm

περικλείω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uzavřít, obklopovat, zahalit, ohradit, obklopit, obklíčit, obehnat, lem, lemu, spodní lem, pase, lemy

περικλείω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obejmować, ogrodzić, załączać, otaczać, otoczyć, załączyć, grodzić, dołączać, zawierać, brzeg, rąbek, lamówka, hem, koszulki

περικλείω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szegély, hem, szegélyét, szegélye, szegés

περικλείω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kenar, hem, etek, etek ucu, etek uç

περικλείω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
додавати, оточіть, вкладати, огородити, вставляти, кромка, крайка, край

περικλείω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
buzë, hem, bëj palë, e kthyer e rrobës, bordurë

περικλείω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подгъв, покашляне, подгъвка, подвив

περικλείω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абза, беражок, канты, кромка

περικλείω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ümbritsema, palistus, köhatus, ääris, hem, kõhatama

περικλείω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ograditi, porub, kašljucati, rub, Hem, heru

περικλείω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afgirða, Hem, faldi

περικλείω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apsiuvas, siūlė, apsiūti, apkraštuoti, apsiausti

περικλείω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vīle, hm, Hem, vīles, noklepoties

περικλείω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
полите, полата, Хем, раб

περικλείω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tiv, tivului, tivul, hem, de tiv

περικλείω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ogradit, priložit, hem, Opiti, rob, robom, Hem je

περικλείω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lem, hem
Τυχαίες λέξεις