Kurczyć στα ελληνικά
Μετάφραση: kurczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συστέλλω, συστέλλομαι, μπαίνω, συμβόλαιο, προσβάλλομαι, συρρικνώνομαι, συρρικνωθεί, συρρικνώνονται, συρρικνώνεται, συρρίκνωση, συρρίκνωσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aby στα ελληνικά - εκείνος, που, για, να, προς, σε, με
- deklarować στα ελληνικά - δηλώνω, δηλώνουν, δηλώσει, κηρύξει, να αναγνωρίσει
- depilacyjny στα ελληνικά - depilating
- dłużyć στα ελληνικά - σέρνω, παρατείνει τη διάρκεια της, παραταθεί η διάρκεια της, επεκτείνετε το μήκος του, παρατείνει τη διάρκεια, αυξηθεί το χρονικό
Τυχαίες λέξεις
Kurczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συστέλλω, συστέλλομαι, μπαίνω, συμβόλαιο, προσβάλλομαι, συρρικνώνομαι, συρρικνωθεί, συρρικνώνονται, συρρικνώνεται, συρρίκνωση, συρρίκνωσης
Μεταφράσεις: συστέλλω, συστέλλομαι, μπαίνω, συμβόλαιο, προσβάλλομαι, συρρικνώνομαι, συρρικνωθεί, συρρικνώνονται, συρρικνώνεται, συρρίκνωση, συρρίκνωσης