Συρρικνώνομαι στα πολωνικά

Μετάφραση: συρρικνώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
schnąć, zanikać, zmaleć, dekatyzować, maleć, ubywać, skurczyć, zmniejszać, kurczyć, skurczony, skurczone, skurczona, shrunken, skurczoną
Συρρικνώνομαι στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συρρικνώνομαι

συρρικνώνομαι μεταφραση, συρρικνώνομαι συνωνυμα, συρρικνώνομαι λεξικό γλώσσας πολωνικά, συρρικνώνομαι στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • συνώνυμος στα πολωνικά - synonimiczny, bliskoznaczny, równoznaczny, synonimem, równoznaczne, synonim
  • συρρέω στα πολωνικά - kłak, kierdel, tłok, stado, chmara, gromadzić, owczarnia, ...
  • συρροή στα πολωνικά - dostatek, obfitość, urodzaj, spiętrzenie, nawarstwienie, akumulacja, nagromadzenie, ...
  • συρτάρι στα πολωνικά - rysownik, szuflada, trasant, wystawca, szuflady, szufladę, szuflada na, ...
Τυχαίες λέξεις
Συρρικνώνομαι στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: schnąć, zanikać, zmaleć, dekatyzować, maleć, ubywać, skurczyć, zmniejszać, kurczyć, skurczony, skurczone, skurczona, shrunken, skurczoną