Lekkomyślny στα ελληνικά
Μετάφραση: lekkomyślny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιπόλαιος, απρόσεκτος, ελαφρόμυαλος, πολυδάπανος, ξανθός, απερίσκεπτος, ανάβω, φωτίζω, απλοχέρης, παράτολμος, ευάερος, ατάσθαλος, φωτερός, ριψοκίνδυνος, απερίσκεπτη, αλόγιστες, απερίσκεπτο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- diwa στα ελληνικά - πρώτη αοιδός μελοδράματος, Diva, ντίβα, ντίβας, ντίβα της
- dręczyć στα ελληνικά - εξοργίζω, ενοχλούμαι, ενοχλώ, ενόχληση, τριβελίζω, κόπος, ανησυχώ, ...
- gustowność στα ελληνικά - κομψότητα, διαδοχή, αλληλουχία, κομψότητας, την κομψότητα, φινέτσα, καλαισθησία
- iście στα ελληνικά - αλήθεια, πράγματι, όντως, μάλιστα, πραγματικά
Τυχαίες λέξεις
Lekkomyślny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιπόλαιος, απρόσεκτος, ελαφρόμυαλος, πολυδάπανος, ξανθός, απερίσκεπτος, ανάβω, φωτίζω, απλοχέρης, παράτολμος, ευάερος, ατάσθαλος, φωτερός, ριψοκίνδυνος, απερίσκεπτη, αλόγιστες, απερίσκεπτο
Μεταφράσεις: επιπόλαιος, απρόσεκτος, ελαφρόμυαλος, πολυδάπανος, ξανθός, απερίσκεπτος, ανάβω, φωτίζω, απλοχέρης, παράτολμος, ευάερος, ατάσθαλος, φωτερός, ριψοκίνδυνος, απερίσκεπτη, αλόγιστες, απερίσκεπτο