Λέξη: μανδύας

Σχετικές λέξεις: μανδύας

μανδύας του νέσσου, μανδύας του ποσειδώνα, μανδύας οπλισμού, μανδύας αορατότητας, μανδύας του ειδικού, μανδύας οπλισμένου σκυροδέματος, μανδύας της γης, μανδύασ συνώνυμα, μανδύας σκυροδέματος, μανδύας ο/σ

Συνώνυμα: μανδύας

κάπα, πέπλο, επανωφόριο, ράσο

Μεταφράσεις: μανδύας

μανδύας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cloak, mantle, sheath, jacket, blanket

μανδύας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
embozar, capote, abrigo, manto, capa, del manto, el manto, manto de

μανδύας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gardine, vorhang, deckmantel, mantel, Mantel, Umhang, Mantels

μανδύας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
voiler, cacher, rideau, manteau, cape, masquer, couvrir, pelure, draperie, revêtement, enveloppe, manchon, le manteau, chemise

μανδύας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
manto, tabarro, mantello, del mantello, il mantello, manto di

μανδύας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cortina, capa, reposteiro, casaco, manto, envoltório, mantle, manta, do manto

μανδύας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
jas, voorhangsel, voorhang, overgordijn, gordijn, scherm, mantel, doek, de mantel, schoorsteen mantel, mantel van, gloeikousje

μανδύας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
плащ, прикрытие, епанча, покрышка, мантия, мантилья, ширма, манто, монтировать, покров, занавеска, кожух, пелерина, накидка, ротонда, смонтировать, мантии, мантийного, мантийной, мантийный

μανδύας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kåpe, kappe, mantelen, mantel, kappen

μανδύας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mantel, kappa, manteln

μανδύας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
peite, uudin, mantteli, kappa, peitto, kauhtana, veruke, esirippu, takki, verho, viitta, kaapu, vaippa, vaipan, mantle, viitan

μανδύας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kappe, kappen, mantle, emner af, emner til

μανδύας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
maskovat, přikrýt, zahalit, plášť, zastřít, skrýt, plášťových, pláště, z plášťových

μανδύας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zasłonić, osłona, płaszcz, zasłaniać, okrycie, ukryć, okryć, peleryna, płaszcza, mantle, płaszczem, płaszcza palnika

μανδύας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gázharisnya, köpönyeg, palást, köpeny, köpenysejtes, palástját, palástja

μανδύας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
perde, manto, örtü, mantle, mantonun, mantosu

μανδύας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
плащ, мантиси, мантія, мантію, мантия, мантії

μανδύας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
perde, mantel, mantelin, mbulohem, mbulojë, mbulesë

μανδύας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плащ, мантия, кожух, на мантията, наметало, мантелноклетъчен

μανδύας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
палiто, мантыя, вопратка, плашч

μανδύας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mantel, keep, kate, ümbris, mantlit, vahevöö, mantelrakulise, mantelrakkude

μανδύας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pokriti, zabašuriti, ogrnuti, ogrtač, kaput, plašt, mantle, omotač, plašt za

μανδύας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kápa, möttul, möttulfrumu, skikkju, loði, maríustakk

μανδύας στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pallium, amictus

μανδύας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apsiaustas, užuolaida, uždanga, skraistė, mantija, gaubtas, apvalkalas, apkloti

μανδύας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apmetnis, sega, priekškars, aizsegs, aizkars, mantijas, apvalks, kvēltīkliņu, lukturu kvēltīkliņu

μανδύας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мантија, мантијата, наметка, обвивката, наметката

μανδύας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
manta, cortină, de manta, manta de, mantie, manta din

μανδύας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plašč, mrežic, plašča, plaščnih, mantle

μανδύας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
plášť, povlak, skryť, Skryt, Skryt info, Skrýť, zobraziť len zľavnené skryť
Τυχαίες λέξεις