Λέξη: αμφιρρέπω
Συνώνυμα: αμφιρρέπω
διασκελίζω, δρασκελίζω, ανοίγω τα σκέλη
Μεταφράσεις: αμφιρρέπω
αμφιρρέπω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vacillate, straddle
αμφιρρέπω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vacilar, montar a horcajadas, straddle, zancudo de, de montar a horcajadas, horcajadas
αμφιρρέπω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schwanken, schwankern, spreizen, Grätsche, Straddle, Portal
αμφιρρέπω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vacillons, hésiter, chanceler, fluctuer, vacillez, barguigner, osciller, flotter, vacillent, vaciller, balancer, califourchon, enfourcher, enjambeur, chevauchement, cavalier
αμφιρρέπω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
straddle, scavallatori, cavaliere, a cavaliere, cavaliere per
αμφιρρέπω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vacilar, vacina, atitude indecisa, pernalta, de forquilha, escarranche, de straddle
αμφιρρέπω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
weerszijden, Portaaltractor, straddle, portaalwagens
αμφιρρέπω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
качаться, колебаться, Высококлиренсный, стрэддл, страдл, стрэдл
αμφιρρέπω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vakle, straddle, skreve, stor frihøyde, med stor frihøyde
αμφιρρέπω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
straddle, frihöjd, med stor frihöjd, stor frihöjd, grenslar
αμφιρρέπω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
häilyä, epäröidä, straddle, konttilukkia, konttilukin, korkeamaavarainen, konttilukkien
αμφιρρέπω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
straddle, portaltruck, skræve, portalfod, breder sig over
αμφιρρέπω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zakolísat, zaváhat, vrávorat, kolísat, váhat, rozkročit se, Kultivační, rozkročit se nad, rozkročit, Použité Kultivační
αμφιρρέπω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wahać, chwiać, rozkraczyć się, stanąć rozkrakiem, usiąść rozkrakiem, straddle, bramowy
αμφιρρέπω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lovaglóülés, terpeszállás, terpesszel, straddle, szélesterpeszű
αμφιρρέπω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
apışıp kalmak, ata biner gibi oturma, bacakları ayırma, bacaklarını ayırarak yürümek, ata biner gibi oturmak
αμφιρρέπω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гойдатись, коливатися, хитатися, вагатися, коливатиметься, коливатись, коливатимуться
αμφιρρέπω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pushtoj, hap këmbët, as andej as këndej, nuk jam as andej as këndej
αμφιρρέπω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разкрачване, разтварям крака, колеблива политика, двойствена политика, разкрачвам се
αμφιρρέπω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вагацца, хістацца
αμφιρρέπω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõikuma, vankuma, topeltoptsioon, hinnavahe, portaalkandurid, straddle, kursivahe
αμφιρρέπω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
urakljiti, raskrečiti, opkoračiti, raskrečiti se
αμφιρρέπω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þræða, straddle
αμφιρρέπω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apžergti, apsižergti, išsižergti, stovėjimas išsižergus, dviveidiška politika
αμφιρρέπω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
straddle, žākstāja, statņu
αμφιρρέπω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пречекоруваат, заобиколуваат, за дотур, ја заобиколуваат, дотур
αμφιρρέπω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
răscrăcănare, încăleca pe, fi în expectativă cu, politică de duplicitate, fi călare pe
αμφιρρέπω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
straddle, Opkoračiti, Urakljiti
αμφιρρέπω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozkročiť, rozkročit
Τυχαίες λέξεις