Licytować στα ελληνικά

Μετάφραση: licytować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόπειρα, δηλώνω, πλειστηριασμός, προσπάθεια, προσφορά, προσφοράς, την προσφορά, προσφορών
Licytować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antagonizm στα ελληνικά - ανταγωνισμός, ανταγωνισμό, ανταγωνισμού, ο ανταγωνισμός, τον ανταγωνισμό
  • bezsenność στα ελληνικά - αϋπνία, αϋπνίας, την αϋπνία, της αϋπνίας, η αϋπνία
  • immanentnie στα ελληνικά - εγγενώς, φύσεως, εκ φύσεως, τη φύση, ενδογενώς
  • instruować στα ελληνικά - διδάσκω, αναθέσει, να αναθέσει, δώσει εντολή, αναθέσει στην, έδωσε εντολή
Τυχαίες λέξεις
Licytować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόπειρα, δηλώνω, πλειστηριασμός, προσπάθεια, προσφορά, προσφοράς, την προσφορά, προσφορών