Liczyć στα ελληνικά
Μετάφραση: liczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκορ, συμφωνώ, καταμετρώ, εικοσαριά, ύλη, υπόθεση, νοιάζομαι, κόμης, εξαρτώμαι, μετρώ, λογαριάζω, θέμα, υπολογίζω, σκοράρω, αριθμός, αρίθμηση, μετράνε, μετρούν, μετρήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cieczka στα ελληνικά - ζέστη, ζεσταίνω, θερμαίνω
- druhna στα ελληνικά - παράνυμφος, παράνυμφων, νύφης, φορέματα, bridesmaid
- dwójłomność στα ελληνικά - διπλοδιαθλαστικότητα, διδιαθλαστικότητα, διπλή διάθλαση, δισδιαθλαστικότης, δισδιάθλασις
Τυχαίες λέξεις
Liczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκορ, συμφωνώ, καταμετρώ, εικοσαριά, ύλη, υπόθεση, νοιάζομαι, κόμης, εξαρτώμαι, μετρώ, λογαριάζω, θέμα, υπολογίζω, σκοράρω, αριθμός, αρίθμηση, μετράνε, μετρούν, μετρήσει
Μεταφράσεις: σκορ, συμφωνώ, καταμετρώ, εικοσαριά, ύλη, υπόθεση, νοιάζομαι, κόμης, εξαρτώμαι, μετρώ, λογαριάζω, θέμα, υπολογίζω, σκοράρω, αριθμός, αρίθμηση, μετράνε, μετρούν, μετρήσει