Litować στα ελληνικά

Μετάφραση: litować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρίμα, οίκτος, οίκτο, λυπηρό το γεγονός, λυπηρό το, τον οίκτο
Litować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akces στα ελληνικά - προσπέλαση, προσχώρηση, ένταξη, άνοδος, απόκτημα, πρόσβαση, προσχώρησης, ...
  • błoniasty στα ελληνικά - μεμβρανώδης, μεμβρανώδη, μεμβρανώδους, μεμβρανώδες, μεμβρανώδεις
  • dekanat στα ελληνικά - πρυτανεία, Κοσμητεία, deanery, Πρυτανείας, Κοσμητείας
  • desegregacja στα ελληνικά - του διαχωρισμού, κατάργησης του διαχωρισμού, της κατάργησης του διαχωρισμού, κατάργηση του διαχωρισμού, την κατάργηση του διαχωρισμού
Τυχαίες λέξεις
Litować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρίμα, οίκτος, οίκτο, λυπηρό το γεγονός, λυπηρό το, τον οίκτο