Λέξη: εισχωρώ

Σχετικές λέξεις: εισχωρώ

εισχωρώ συνώνυμο

Συνώνυμα: εισχωρώ

διαπερώ, διαπερνώ

Μεταφράσεις: εισχωρώ

εισχωρώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
infiltrate, penetrate

εισχωρώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
infiltrar, penetrar, penetrar en, penetre, penetran, de penetrar

εισχωρώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
durchdringen, eindringen, dringen, penetrieren, vordringen

εισχωρώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pénétrer, pénétrer dans, pénètre, pénètrent, de pénétrer

εισχωρώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
penetrare, penetrazione, penetrare in, di penetrare, penetrano

εισχωρώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
infestar, infiltrar, penetrar, penetram, penetração, penetre, penetra

εισχωρώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
doordringen, binnendringen, dringen, penetreren, door te dringen

εισχωρώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
проникать, просачиваться, фильтровать, проникнуть, проникают, проникает, проникновения

εισχωρώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
trenge, trenge inn, trenge gjennom, penetrere, trenge inn i

εισχωρώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
penetrera, tränga, tränga in, tränga igenom, tränger

εισχωρώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ujuttaa, soluttaa, soluttautua, ujuttautua, läpäistä, tunkeutua, tunkeutumaan, tunkeutuvat, tunkeutuu

εισχωρώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
trænge, trænge ind, trænger, trænge igennem, gennemtrænge

εισχωρώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
proniknout, pronikat, vnikat, prostoupit, prosáknout, pronikají, proniknou, proniknutí

εισχωρώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przenikać, infiltrować, przesączać, penetrować, wnikać, przebić, spenetrować

εισχωρώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
behatol, behatolnak, behatolni, áthatolni, hatolni

εισχωρώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
nüfuz, penetre, nüfuz eder

εισχωρώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
земля, проникати

εισχωρώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
depërtoj, hyj, depërtojnë, të depërtojnë, depërtuar

εισχωρώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
проникне, проникнат, проникват, прониква, да проникне

εισχωρώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пранікаць

εισχωρώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
läbistama, tungida, tungivad, imendununa, kaudu imendununa

εισχωρώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
promočiti, prodrijeti, prodirati, probiti, prodiru, prodire, prodre

εισχωρώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
komast, troða sér í gegnum, komast inn, að komast, troða

εισχωρώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prasiskverbti, įsiskverbti, įsiskverbia, skverbtis, įsiskverbti į

εισχωρώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izspiesties, iekļūt, caur, iespiesties, iekļūst

εισχωρώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
проникне, продираат, навлезат, да навлезат, навлегуваат

εισχωρώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pătrunde, penetra, pătrundă, penetreze, patrunde

εισχωρώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prodrejo, prodre, prodreti, prodirati, prodirajo

εισχωρώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
preniknúť, dostať, prienik, vstúpiť
Τυχαίες λέξεις