Mężczyzna στα ελληνικά

Μετάφραση: mężczyzna, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνθρωπος, άνδρας, επανδρώνω, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος
Mężczyzna στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • brzeg στα ελληνικά - σύνορο, τράπεζα, κλώνος, ανάχωμα, χείλος, εξοκέλλω, χείλι, ...
  • dmuchanie στα ελληνικά - ανατίναξη, φυσώντας, φυσά, φυσάει, πνέει
  • emocjonalność στα ελληνικά - συναισθηματικότητα, συναίσθημα, συναισθηματισμό, συναισθηματικότητας, συναισθηματισμού
  • grillowanie στα ελληνικά - ψήσιμο στη σχάρα, το ψήσιμο στη σχάρα, ψήσιμο, ψησίματος, ψήσιμο στο γκριλ
Τυχαίες λέξεις
Mężczyzna στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνθρωπος, άνδρας, επανδρώνω, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος