Λέξη: διηγούμαι
Σχετικές λέξεις: διηγούμαι
ρήμα διηγούμαι, διηγούμαι κλιση, διηγούμαι στα αγγλικα, διηγούμαι διηγείσαι, διηγούμαι παρατατικός, διηγούμαι συνωνυμα, διηγούμαι english, διηγούμαι μετάφραση, διηγούμαι αγγλικα
Συνώνυμα: διηγούμαι
λέγω, ιστορώ, αριθμώ, εξιστορώ, απαγγέλλω, αναφέρω, σχετίζω, σχετίζομαι, συγγενεύω, αφηγούμαι
Μεταφράσεις: διηγούμαι
διηγούμαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tell, relate, recite, narrate, telling, I tell
διηγούμαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
contar, narrar, decir, ordenar, relacionar, mandar, relatar, referir, platicar, recitar, recita, recite, recitaba
διηγούμαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
befehlen, unterscheiden, anordnen, differenzieren, erzählen, sagen, rezitieren, vortragen, zu rezitieren, aufsagen
διηγούμαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
racontent, ordonner, attacher, conter, porter, charger, signaler, indiquer, parler, rapporter, révéler, racontons, raconter, narrer, dire, nouer, réciter, de réciter, réciter des, récite, récitait
διηγούμαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dire, ordinare, narrare, raccontare, comandare, recitare, recita, recitano, recite, recitarlo
διηγούμαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jubilar, relacione, narrar, ordenar, mandar, reservar, referir, relatar, televisão, pedir, prescrever, regozijar, relacionar, recitar, recitam, recite, recitamos, recitá
διηγούμαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verordenen, sommeren, bestellen, vertellen, bevelen, aanvragen, zeggen, schikken, verhalen, regelen, debiteren, gelasten, opgeven, reciteren, te reciteren, opzeggen, reciteren van, reciteer
διηγούμαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
свидетельствовать, отличать, уверять, фискалить, предписать, выбалтывать, распознать, подсчитывать, говорить, заверять, указывать, рассказывать, отзываться, приказывать, приказать, сказываться, декламировать, читать, прочтите вслух, повторять
διηγούμαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
befale, si, berette, deklamere, resitere, lese, fremsi, resiterer
διηγούμαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förtälja, relatera, berätta, recitera, reciterar, läsa, deklamera, deklamerar
διηγούμαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
käskeä, määrätä, suhtautua, pakista, tilata, kertoa, haastella, kytkeä, lausua, lausu, resitoida, recite, lausuvat
διηγούμαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sige, fortælle, recitere, reciterer, fremsige, citere, at recitere
διηγούμαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vypravovat, rozkázat, prozradit, svázat, mluvit, povědět, ohlašovat, povídat, projevit, vyprávět, rozhodovat, udávat, recitovat, přednášet, recitují, odříkat, odříkávat
διηγούμαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wskazać, łączyć, opowiadać, powiedzieć, relacjonować, wykazywać, powiadomić, wykazać, wiązać, opowiedzieć, powiadać, zreferować, napleść, dyktować, kazać, mówić, recytować, odmawiać, wyrecytować, recytują, recytujemy
διηγούμαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szaval, elmond, mondani, szavalni, idézni
διηγούμαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düzenlemek, ezberden okumak, ezberden, okuduğun, okur, ezbere
διηγούμαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жвавість, озиватись, казати, декламувати, читати, декламуватимуть
διηγούμαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
them, tregoj, recitojnë, recituar, recitojë, recitonte, recito
διηγούμαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
казвам, рецитирам, изреждам, рецитира, рецитират, да рецитира
διηγούμαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
насiць, казаць, дэкламаваць, чытаць, дэкламавала, дэкламавала далей тое самае
διηγούμαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ütlema, tulenema, rääkima, etlema, lugema, rääkiv, Loetleda, kuulutame
διηγούμαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kazati, recite, reći, pripovijedati, razlikovati, deklamovati, recitirati, recitiraju, nabrajati, izrecitirati
διηγούμαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
herma, kveða, lesa, fara með, recite, lesa upp
διηγούμαι στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
dico, nuntio, loquor
διηγούμαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
deklamuoti, recytuja, recite, pacituoti, deklamuoja
διηγούμαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
deklamēt, stāstīt, uzskaitīt, noskaitīt, skaitīt
διηγούμαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
рецитираат, рецитира, рецитирам, ја рецитираат, изречи
διηγούμαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
povesti, recita, recite, recită, recităm, să recite
διηγούμαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
povedati, recitirali, recitirati, recitiranjem, recitirajo, recitirala
διηγούμαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
povedať, povedz, recitovať, modliť, modliť sa, recitovat
Τυχαίες λέξεις