Λέξη: συνεργάζομαι

Σχετικές λέξεις: συνεργάζομαι

συνεργάζομαι translate, συνεργάζομαι μετάφραση, συνεργάζομαι συμμετέχω, συνεργάζομαι english, συνεργάζομαι στα αγγλικά, συνεργάζομαι συνώνυμα

Συνώνυμα: συνεργάζομαι

συνεργώ, συμβάλλω, συμπράττω

Μεταφράσεις: συνεργάζομαι

συνεργάζομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cooperate, collaborate, I work, am working, I collaborate

συνεργάζομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cooperar, colaborar, colaboración, colaborará, colaborando, colabore

συνεργάζομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zusammenarbeiten, mitarbeiten, kollaborieren, zusammen

συνεργάζομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coopérez, assister, conspirer, coopèrent, coopérer, collaborer, aider, coopérons, collaboration, collaborez, de collaborer, collaborera

συνεργάζομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
collaborare, collaborazione, collabora, collaborano, collaborerà

συνεργάζομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cooperar, coopere, colaborar, colaboram, colaboração, colabore, colaborem

συνεργάζομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
meewerken, samenwerken, samen, samen te werken, samenwerking, werken

συνεργάζομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сотрудничать, взаимодействовать, сотрудничество, сотрудничают, сотрудничества, сотрудничеству

συνεργάζομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
samarbeide, samarbeider, samarbeid, å samarbeide, samarbeide på

συνεργάζομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
samarbeta, samarbetar, samarbete, samverka, samverkar

συνεργάζομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tehdä yhteistyötä, yhteistyötä, yhteistyössä, yhteistyöhön, tekevät yhteistyötä

συνεργάζομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
samarbejde, samarbejder, at samarbejde, samarbejde om

συνεργάζομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spolupracovat, přispět, spolupráci, spolupracují, spolupracuje, spolupracujeme

συνεργάζομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skooperować, współdziałać, kooperować, pomagać, współpracować, współpracy, współpracują, współpracę, współpraca

συνεργάζομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
együttműködik, együttműködnek, együttműködni, együttműködésre, együttműködést

συνεργάζομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
işbirliği yapmak, işbirliği, işbirliğine, iş birliği, işbirliği içinde

συνεργάζομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
співпрацювати, співробітничайте, співробітничати, співпрацюватиме, співпрацюватимуть

συνεργάζομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bashkëpunoj, bashkëpunojnë, bashkepuno, të bashkëpunojnë, bashkëpunuar

συνεργάζομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сътрудничим, сътрудничат, си сътрудничат, сътрудничи, сътрудничите

συνεργάζομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
супрацоўнічаць

συνεργάζομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
koostööd tegema, koostööd, teevad, teha koostööd

συνεργάζομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
suradnje, suradnja, surađivati, suradnju, surađuju, surađuje

συνεργάζομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vinna, samstarf, vinna saman, samvinnu, samstarfi

συνεργάζομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bendradarbiauti, bendradarbiauja, bendradarbiaujame, bendradarbiautų, bendradarbiaus

συνεργάζομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sadarboties, sadarbojas, jāsadarbojas, sadarbotos

συνεργάζομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
соработуваат, да соработуваат, соработува, соработка, соработуваме

συνεργάζομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
colabora, colaboreze, colaborează, să colaboreze, colaboram

συνεργάζομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sodelujemo, sodelovati, sodelujejo, sodeluje, sodelovali

συνεργάζομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spolupracovať, spoluprácu, spolupráci, spolupráce, spolupracujú
Τυχαίες λέξεις