Magazynować στα ελληνικά
Μετάφραση: magazynować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφοδιάζω, προμηθεύω, αποθήκη, μαγαζί, αποθηκεύω, εμφυσώ, οίκος, εισάγω, βάζω, κατάστημα, καταστήματος, κατάστημά, αποθήκευση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezmian στα ελληνικά - καντάρι, φορητή πλάστιγξ
- dusiciel στα ελληνικά - συσφιγκτήρ, συστολέως, συστολέας, constrictor, συσφιγκτήρα
- elipsoidalny στα ελληνικά - ελλειψοειδές, ελλειψοειδή, ελλειψοειδής, ελλειψοειδούς, ελλειψοειδείς
- humorzasty στα ελληνικά - κακόκεφος, κυκλοθυμική, η Moody, τη Moody, κυκλοθυμικός
Τυχαίες λέξεις
Magazynować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφοδιάζω, προμηθεύω, αποθήκη, μαγαζί, αποθηκεύω, εμφυσώ, οίκος, εισάγω, βάζω, κατάστημα, καταστήματος, κατάστημά, αποθήκευση
Μεταφράσεις: εφοδιάζω, προμηθεύω, αποθήκη, μαγαζί, αποθηκεύω, εμφυσώ, οίκος, εισάγω, βάζω, κατάστημα, καταστήματος, κατάστημά, αποθήκευση