Mapować στα ελληνικά
Μετάφραση: mapować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάγραμμα, χάρτης, χάρτη, Map, χάρτη της, του χάρτη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- agresywnie στα ελληνικά - επιθετικά, επιθετική, επιθετικό, δυναμικά
- biwakowicz στα ελληνικά - κατασκηνωτές, Τροχόσπιτα, τροχόσπιτων, κατασκηνωτών, τους κατασκηνωτές
- delikt στα ελληνικά - αδικοπραξίας, αδικοπραξία, εξ αδικοπραξίας, αδίκημα, αδικοπραξίες
- głębina στα ελληνικά - βάθος, έγκατα, βάθη, βάθους, τα βάθη
Τυχαίες λέξεις
Mapować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάγραμμα, χάρτης, χάρτη, Map, χάρτη της, του χάρτη
Μεταφράσεις: διάγραμμα, χάρτης, χάρτη, Map, χάρτη της, του χάρτη