Λέξη: δάκτυλο

Σχετικές λέξεις: δάκτυλο

ελληνικό δάχτυλο, δάκτυλο επί των τύπων των ήλων, φουσκωμένο δάχτυλο, δάκτυλο σκανδάλη, εκτινασσόμενο δάχτυλο, παράμεσος δάκτυλο, φεγγάρι δάχτυλο, δάχτυλο στο στόμα, δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων, παράμεσο δάκτυλο

Συνώνυμα: δάκτυλο

δάχτυλο, δάκτυλος

Μεταφράσεις: δάκτυλο

δάκτυλο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
finger, toe, fingers, a finger

δάκτυλο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dedo, el dedo, dedos, los dedos, del dedo

δάκτυλο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
befühlen, finger, Finger, Fingers, dem Finger

δάκτυλο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
doigt, chipoter, palper, digitale, doigts, le doigt, du doigt, doigt de

δάκτυλο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dito, barretta, dita, finger, il dito

δάκτυλο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dedo, formoso, multar, multa, dedos, o dedo, do dedo, de dedo

δάκτυλο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vinger, de vinger, vingers, groef

δάκτυλο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
перст, палец, пальцем, пальца, пальцев, перста

δάκτυλο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
finger, fingeren, fingrene

δάκτυλο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
finger, fingret, fingrar

δάκτυλο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
näpelöidä, näppi, sormi, hipelöidä, sormen, sormella, finger, sormea

δάκτυλο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
finger, fingeren, fingre, en finger

δάκτυλο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prst, prstem, prstu, prstů, prsty

δάκτυλο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dotykanie, obmacanie, paluch, obmacać, macanie, palec, palcem, palca, finger, palców

δάκτυλο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rudacska, kallantyú, vamzer, ujj, ujját, ujjával, ujjal, az ujját

δάκτυλο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
parmak, parmağı, parmakla, finger, parmağınızı

δάκτυλο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
палець, пальця

δάκτυλο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gisht, gishtin, gishti, gishtin e, gishtit

δάκτυλο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пръст, палец, пръста, пръстите, пръсти, с пръст

δάκτυλο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
палец, пальцам

δάκτυλο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pulk, sõrmitsema, sõrm, sõrme, sõrmega, sõrmede, finger

δάκτυλο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prst, prsta, prstom, prstima, prstiju

δάκτυλο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fingur, fingri, fingurinn, fingurskeyttur

δάκτυλο στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
digitus

δάκτυλο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pirštas, pirštu, pirštų, piršto, pirštą

δάκτυλο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pirksts, pirkstu, pirksta, finger, pirkstiem

δάκτυλο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прстот, прст, прстите, прсти

δάκτυλο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
deget, degetul, cu degetul, degetului, degete

δάκτυλο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prst, finger, prstov, prstom, prsta

δάκτυλο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prst, prstom, prsta, prstov
Τυχαίες λέξεις