Λέξη: έναρθρος
Σχετικές λέξεις: έναρθρος
έναρθρος λόγος
Μεταφράσεις: έναρθρος
έναρθρος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
articulate, articulateness, articulated
έναρθρος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
articular, elocuencia
έναρθρος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausdrücken, aussprechen, wortgewandt, formulieren, Ausdrucksfähigkeit, Ausdruckskraft, articulateness, Artikuliertheit
έναρθρος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
articulons, prononcer, proférer, articulent, articulez, articuler, articulateness, aisance d'expression, leur aisance d'expression
έναρθρος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
articulateness
έναρθρος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
articular, articulateness, expressividade, poder de articulação
έναρθρος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
welbespraakt, welsprekendheid
έναρθρος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
членить, сформулировать, суставчатый, формулировать, членораздельный, артикулировать, четкая формулировка, четкая формулировка запроса, самая четкая формулировка, самая четкая формулировка запроса, не самая четкая формулировка
έναρθρος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
articulateness
έναρθρος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
articulateness
έναρθρος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lausua, artikuloida, selkeyttä
έναρθρος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
veltalenhed
έναρθρος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
článkovat, artikulovat, vyslovit, vyslovovat, vyjádřit, výřečnosti
έναρθρος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
komunikatywny, artykułować, wyraźny, wymawiać, wyartykułować, articulateness
έναρθρος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tagolt, articulateness
έναρθρος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
articulateness, ifade yeteneği
έναρθρος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
членороздільний, колінчатий, формулювати, чітке формулювання
έναρθρος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
articulateness
έναρθρος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
articulateness
έναρθρος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выразная, дакладная, выразны, зладжаная
έναρθρος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
selgus
έναρθρος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
spajati, razgovijetan, artikulirati, rječit, articulateness
έναρθρος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
articulateness
έναρθρος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tarti, articulateness
έναρθρος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izrunāt, articulateness
έναρθρος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
articulateness
έναρθρος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
enunţa, articulateness
έναρθρος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
articulateness
έναρθρος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
artikulovaný, výrečnosti, výrečnosťou, výrečnosť