Matować στα ελληνικά

Μετάφραση: matować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισιώνω, ισοπεδώνω, ισιώστε, ισοπεδώσουν, ισιώσει, ισοπέδωση
Matować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • częstotliwy στα ελληνικά - επαναλαμβάνεται, επαναλαμβανόμενη, επαναλαμβάνονται, επανειλημμένες, επαναλαμβανόμενες
  • dwojenie στα ελληνικά - δυο, διάσπαση, διαχωρισμός, διαχωρισμό, διαίρεση, διαχωρισμού
  • dziadowski στα ελληνικά - ανέντιμος, απαίσιος, βρόμικος, άχρηστος, σκάρτο, πορνογραφικά, trashy, ...
  • hojny στα ελληνικά - δωρεάν, αδρός, πολυτελής, φιλελεύθερος, γενναιόδωρος, αρκετός, επιδαψιλεύω, ...
Τυχαίες λέξεις
Matować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισιώνω, ισοπεδώνω, ισιώστε, ισοπεδώσουν, ισιώσει, ισοπέδωση