Λέξη: οριζόντιος
Σχετικές λέξεις: οριζόντιος
οριζόντιος και κάθετος συντονισμός, οριζόντιος πολλαπλασιασμός, οριζόντιος και κάθετος επαγγελματικός διαχωρισμός, οριζόντιος προσανατολισμός, οριζόντιος νυσταγμός, οριζόντιοσ καταψύκτησ, οριζόντιος και κάθετος διαχωρισμός, οριζόντιος αποξηραντής, οριζόντιος διαχωρισμός, οριζόντιος ιδιοκτησία
Μεταφράσεις: οριζόντιος
οριζόντιος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
horizontal, landscape, a horizontal
οριζόντιος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
horizontal, horizontales, horizontal de
οριζόντιος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
horizontal, waagerecht, liegend, waagrecht, horizontale, horizontalen, horizontaler
οριζόντιος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
horizontal, horizontale, Paysage, horizontales, horizontaux
οριζόντιος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
orizzontale, orizzontali
οριζόντιος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
horizontal, horizontais
οριζόντιος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
platliggend, waterpas, horizontaal, horizontale, de horizontale
οριζόντιος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
горизонталь, горизонтальный, горизонтальной, горизонтальная, горизонтали, горизонтальное
οριζόντιος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
horisontal, horisontalt, horisontale, vannrett
οριζόντιος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
horisontal, horisontell, horisontella, horisontellt, övergripande
οριζόντιος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
littana, horisontaali, vaakasuora, horisontaalinen, horisontaalisia, horisontaalin, horisontaalisen
οριζόντιος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vandret, horisontale, horisontal, vandrette, horisontalt
οριζόντιος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
horizontální, ležatý, vodorovný, vodorovné, vodorovná, vodorovnă
οριζόντιος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
poziomy, międzybranżowy, horyzontalny, ułamkowy, poziome, poziomej, pozioma
οριζόντιος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
láthatári, horizontális, látóköri, látóhatári, vízszintes, vízszintesen, a horizontális, a vízszintes
οριζόντιος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yatay, yatay bir, horizontal, dikey
οριζόντιος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
горизонтально, горизонтальний
οριζόντιος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
horizontal, horizontale, horizontale e, horizontalisht, horizontale të
οριζόντιος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хоризонтален, хоризонтална, хоризонтално, хоризонталната, хоризонтални
οριζόντιος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гарызантальны, гарызантальная, гарызантальную
οριζόντιος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
horisontaalne, horisontaalse, horisontaalsete, horisontaalsed, horisontaalset
οριζόντιος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vodoravno, horizontalnim, horizontalno, vodoravan, horizontalan, horizontalna, horizontalni, horizontalne
οριζόντιος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lárétt, lárétta, láréttur, láréttu, láréttum
οριζόντιος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
horizontalus, horizontali, horizontaliai, horizontalaus, horizontalios
οριζόντιος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
horizontāls, horizontālā, horizontāli, horizontāla, horizontālās
οριζόντιος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
хоризонталната, хоризонтални, хоризонтална, хоризонтално, хоризонтален
οριζόντιος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
orizontal, orizontală, orizontale, orizontala, pe orizontală
οριζόντιος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vodoraven, horizontální, horizontalno, vodoravno, vodoravna, horizontalna, horizontalni
οριζόντιος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vodorovný, horizontálne, horizontálnej, horizontálny, horizontálna, horizontálnu
Τυχαίες λέξεις