Możny στα ελληνικά
Μετάφραση: możny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυνατός, ασύστολος, ισχυρός, ισχυρό, πανίσχυρη, ισχυρών
Μεταφράσεις
- antyinflacyjny στα ελληνικά - αντιπληθωριστική, αντιπληθωριστικής, την αντιπληθωριστική, αντιπληθωριστικό, αντι- πληθωριστική
- bojownik στα ελληνικά - υπερασπιστής, πρωταθλητής, αγωνιστής, μαχητής, μαχητή, μαχητικό, μαχητικά, ...
- ceramik στα ελληνικά - κεραμική, κεραμικά, κεραμικών, κεραμικής, τα κεραμικά
- chomąto στα ελληνικά - λουρί, γιακάς, κολάρο, περιλαίμιο, γιακά, κολλάρο, κολάρου
Τυχαίες λέξεις
Możny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυνατός, ασύστολος, ισχυρός, ισχυρό, πανίσχυρη, ισχυρών
Μεταφράσεις: δυνατός, ασύστολος, ισχυρός, ισχυρό, πανίσχυρη, ισχυρών