Λέξη: θρόισμα

Σχετικές λέξεις: θρόισμα

θρόισμα φύλλων, θρόισμα μαρώνειας, θρόισμα σημασια, θρόισμα μετάφραση, θρόισμα στα αγγλικα, θρόισμα της λεύκας, το θρόισμα, θρόισμα αγάπης

Συνώνυμα: θρόισμα

σύριγμα

Μεταφράσεις: θρόισμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rustle, sough, rustling, swish, whisper
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
crujido, susurro, susurrar, crujir, Sough, Sough-, Sough se
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
säuseln, geknister, rauschen, sough, Erbstollen, Sausen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bruissement, susurrer, frémir, bruit, frémissement, gazouillement, bruire, murmure, sough, racine cherchée, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fruscio, sussurrare, gemere, sough
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sussurro, sough, susurro, murmúrio, sarjeta
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ruisen, ritselen, gesuis, sough, zucht, zuchten, afvoerpijp
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шуршать, шуршание, шорох, зашелестеть, шелестеть, шуметь, шелест, сточный канал, просила представить, шум прибоя
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sough, grove, sus
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
prassla, sough, susa, sus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suhista, humahtaa, humista, havista
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
susen, sough
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
šustět, šelestit, ševelit, šumět, ševel, šum, skučet, velmi žádané, vyhledávané, žádaná, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szmer, szumieć, zaszeleścić, poszum, szelest, szeleścić, szum, grzechot, sztolnia, Dziedziczna sztolnia, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mocsár, zúgás
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hışırtı, inlemek, uğuldama, uğuldamak, hışırdamak
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зашелестіти, шелест, шелестіти
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shushurin, shushurimë, fëshfërij
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шептене, фуча, фучене, стенене
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шамацець, шалясцелі
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uhama, vuhin, Homse, kohin, Havista
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šuškati, krasti, šuštati, užurbati, hujanje, žamorenje, žamor, hujati, zavijati
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gnauða, sough
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ošimas, ošimo, Drenažo vamzdžių, ošti, Poświst
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šalkt, šalkoņa
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стенене
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
freamăt, cautate, foșni, foșnet, fremăta
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
šelest, Hujanje, Hujati
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šelest, harašiť, šuštiť, skučať, skučať od, skučet
Τυχαίες λέξεις