Murować στα ελληνικά

Μετάφραση: murować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπόι, χτίζω, ανάστημα, κορμοστασιά, κτίστης, Mason, κτίστη, χτίστη, χτίστης
Murować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bławatnik στα ελληνικά - υφασματέμπορος μεταξιού, Mercer, της Mercer, υφασματεμπόρων
  • chrystianizacja στα ελληνικά - Ο εκχριστιανισμός, εκχριστιανισμός, εκχριστιανισμό, εκχριστιανισμού, τον εκχριστιανισμό
  • cudzysłów στα ελληνικά - μνημονεύω, καθορίζω, παραθέτω, εισαγωγικά, εισαγωγικών, τα εισαγωγικά, εντός εισαγωγικών, ...
  • fotograwiura στα ελληνικά - φωτοχαρακτική, φωτοχάραξης, φωτοχάραξης με, φωτοχάραξη, με φωτοχάραξη
Τυχαίες λέξεις
Murować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπόι, χτίζω, ανάστημα, κορμοστασιά, κτίστης, Mason, κτίστη, χτίστη, χτίστης