Naruszać στα ελληνικά

Μετάφραση: naruszać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αθετώ, ρήγμα, παραβαίνω, παραβιάζω, παραβίαση, παραβιάζουν, παραβιάζει, παραβιάσει, παραβίαζε
Naruszać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cwałowanie στα ελληνικά - γκάλοπ, καλπασμός, καλπάζω, Ιππασία, καλπασμό, Gallop, καλπασμού
  • denuncjacja στα ελληνικά - καταγγελία, delation
  • dogmatyzm στα ελληνικά - δογματισμός, δογματισμό, δογματισμού, το δογματισμό, δογματισμούς
Τυχαίες λέξεις
Naruszać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αθετώ, ρήγμα, παραβαίνω, παραβιάζω, παραβίαση, παραβιάζουν, παραβιάζει, παραβιάσει, παραβίαζε