Λέξη: διακριτικό
Σχετικές λέξεις: διακριτικό
διακριτικό δάσους, διακριτικό φλερτ, διακριτικό μακιγιάζ ματιών, διακριτικό σήμα, διακριτικό γνώρισμα, διακριτικό μακιγιάζ, διακριτικό τίτλο, διακριτικό όριο, διακριτικό τίτλος, διακριτικό χαρακτηριστικό
Μεταφράσεις: διακριτικό
διακριτικό στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
insignia, distinctive, badge, discreet, token, distinguishing
διακριτικό στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
insignia, distintivo, distintiva, inconfundible, característico, distintivos
διακριτικό στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rangabzeichen, insignien, abzeichen, unverwechselbar, ausgeprägt, charakteristisch, unverwechselbaren, Unterscheidungs
διακριτικό στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
insigne, insignes, distinctif, distinctive, caractéristique, distincte, particulière
διακριτικό στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
distintivo, distintiva, caratteristico, caratteristica, carattere distintivo
διακριτικό στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
distintivo, distinto, característico, distintiva, distinta
διακριτικό στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
insigne, blazoen, wapen, onderscheidend, kenmerkend, karakteristiek, onderscheidende, kenmerkende
διακριτικό στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
значок, эмблема, отличительный, особый, Отличительной, отличительная, отличительные
διακριτικό στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
karakteristiske, særegne, særegen, særpreget, karakteristisk
διακριτικό στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
särskiljande, distinkt, särskiljnings, särskiljningsförmåga, utmärkande
διακριτικό στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
selvästi erottuva, erottuva, erottamiskykyinen, erottamiskyky, erottamiskyvyn
διακριτικό στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
karakteristisk, fornødent, særpræg, karakteristiske, fornødne
διακριτικό στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odznak, rozlišovací, výrazný, rozlišovací způsobilost, výrazné, výrazná
διακριτικό στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
znikomość, emblemat, charakterystyczny, wyróżniający, rozpoznawczy, odróżniający, odróżniającego
διακριτικό στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
jelvény, megkülönböztető, jellegzetes, egyedi, sajátos, különleges
διακριτικό στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
belirgin, ayırt edici, ayırıcı, özel, kendine özgü
διακριτικό στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
інтуїції, відмітний, відмітна, характерний, розпізнавальний, відмінна
διακριτικό στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dallues, karakteristik, dalluese, e veçantë, dallueshme
διακριτικό στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отличителен, отличителния, отличителна, отличителни, отличително
διακριτικό στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адметны, распазнавальны, адметная, адметныя
διακριτικό στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tähised, ametimärk, embleem, eriline, eristusvõime, eristav, eristavaid, eristava
διακριτικό στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
karakterističan, prepoznatljiv, osobit, osebujna, osebujan
διακριτικό στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áberandi, sérstaka, sérstök, sérstöku, sérkenni
διακριτικό στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
savitas, skiriamasis, skiriamąjį, skiriamąjį požymį, skiriamojo
διακριτικό στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
īpatnējs, atšķirīgs, raksturīgs, atšķirtspēja, atšķirtspēju
διακριτικό στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
карактеристична, карактеристичен, карактеристични, специфичен, препознатлив
διακριτικό στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
distinctiv, distinctă, distinctivă, distinct, distinctive
διακριτικό στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razlikovalen, značilen, izrazit, razlikovalna, razlikovalni
διακριτικό στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozlišovacia, rozlišovaciu, rozlišovacie, rozlišovacej, rozlišovacou
Τυχαίες λέξεις