Λέξη: καταμέτρηση

Σχετικές λέξεις: καταμέτρηση

καταμέτρηση σταυρών δημοτικές εκλογές 2014, καταμέτρηση σταυρών, καταμέτρηση σταυρων 2014, καταμέτρηση δεη, καταμέτρηση ενσήμων, καταμέτρηση ψηφων, καταμέτρηση ψήφων δημοτικών συμβούλων, καταμέτρηση λέξεων, καταμέτρηση λέξεων στο word, καταμέτρηση ενσήμων ικα

Συνώνυμα: καταμέτρηση

επισκόπηση, εξέταση, τοπογράφηση

Μεταφράσεις: καταμέτρηση

καταμέτρηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
measurement, count, counting, counted, enumeration

καταμέτρηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
medida, medición, contar, cuenta, Número, Número de, contar con

καταμέτρηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vermessung, aufmass, bewertung, messen, messung, maß, zählen, rechnen, Graf, zählt, zu zählen

καταμέτρηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dimension, mesurage, pointure, taille, grandeur, mesure, arpentage, compter, compte, Nombre de, comptez, comptent

καταμέτρηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
misurazione, contare, Numero di, conteggio, conto, conta

καταμέτρηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
medida, medir, medição, contar, contagem, Quantidade, Quantidade de, contam

καταμέτρηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mate, maat, grootte, dimensie, afmeting, tellen, optellen, rekenen, tel, mee

καταμέτρηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
измерение, обмер, считать, рассчитывать, подсчет, счет

καταμέτρηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mål, måling, telle, uttelling, teller, stole, regne

καταμέτρηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
räkna, räknas, räknar, räkna med, lita

καταμέτρηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mittaus, ulottuvuus, laskea, luottaa, lasketa, lasketaan, count

καταμέτρηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mål, tælle, tæller, noget ud, noget ud af, noget

καταμέτρηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
míra, měření, velikost, rozměr, počítat, spočítat, Počet, spolehnout, počítají

καταμέτρηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mierzenie, rozmiar, wymiar, taksowanie, wycena, pomiar, wymierzenie, gabaryt, liczyć, policzyć, liczenie, zliczać, hrabia

καταμέτρηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
számol, száma, számít, számítanak, számíthat

καταμέτρηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
saymak, sayılmasını, edilme sayısı, sayımı, sayım

καταμέτρηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виважений, неквапливий, ритмічний, виміряний, вважати, рахувати, вважатимуться, уважати

καταμέτρηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
akuzë, numëroj, llogaris, numërimin, mbështeteni

καταμέτρηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
измерение, измерване, броене, граф, броя, преброяване, брои

καταμέτρηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лічыць

καταμέτρηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõõtmine, loendama, krahv, loota, arvestada, loe

καταμέτρηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dimenzije, veličina, mjerenje, mjerenja, brojati, računati, lijevog strani, strani, računaju

καταμέτρηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
telja, treyst, teljast, að telja, telur

καταμέτρηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skaičiuoti, suskaičiuoti, tikėtis, skaičius, pasikliauti

καταμέτρηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mērīšana, skaitīt, skaits, rēķināties, paļauties, skaita

καταμέτρηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
брои, смета, избројат, се смета, да смета

καταμέτρηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
conta, Numar, Numar de, numere, contează

καταμέτρηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
míra, računati, štetje, računajo, računamo, računate

καταμέτρηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
meranie, počítať, rátať, vypočítať

Στατιστικά δημοτικότητας: καταμέτρηση

Τυχαίες λέξεις