Nawiązać στα ελληνικά

Μετάφραση: nawiązać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραπέμπω, αναφέρομαι, συνδεθείτε, συνδέστε, συνδέσετε, συνδέουν, συνδεθεί
Nawiązać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bardacha στα ελληνικά - κουτί, μπορώ, Μπάρντακ
  • czczy στα ελληνικά - αργόσχολος, απλός, μάταιος, αδρανής, άδειος, εγωκεντρικός, άνεργος, ...
  • emalia στα ελληνικά - εμαγιέ, σμάλτο, αδαμαντίνη, σμάλτου, αδαμαντίνης, σμάλτο των
  • globulina στα ελληνικά - σφαιρίνη, σφαιρίνης, γλοβουλίνη, γλοβουλίνης
Τυχαίες λέξεις
Nawiązać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραπέμπω, αναφέρομαι, συνδεθείτε, συνδέστε, συνδέσετε, συνδέουν, συνδεθεί