Niedociągnięcie στα ελληνικά

Μετάφραση: niedociągnięcie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελάττωμα, μειονέκτημα, αδυναμία, έλλειψη, κενό, ανεπάρκεια
Niedociągnięcie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apokaliptyczny στα ελληνικά - αποκαλυπτικός, αποκαλυπτικό, αποκαλυπτική, αποκαλυπτικά, το αποκαλυπτικό, αποκαλυπτικές
  • bobslej στα ελληνικά - έλκηθρο, bobsleigh, για έλκηθρο, με έλκηθρο, έλκηθρου
  • derywować στα ελληνικά - προέρχομαι, αντλώ, παράγομαι, αντλούν, απορρέουν, αντλήσει, αποκομίζουν, ...
  • drugi στα ελληνικά - δεύτερον, δεύτερος, άλλος, δευτερόλεπτο, τελευταίος, άλλα, άλλες, ...
Τυχαίες λέξεις
Niedociągnięcie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελάττωμα, μειονέκτημα, αδυναμία, έλλειψη, κενό, ανεπάρκεια