Nowela στα ελληνικά
Μετάφραση: nowela, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καινοφανής, μυθιστόρημα, διήγημα, σύντομη ιστορία, μικρή ιστορία, διηγήματος, διήγημα του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- architektonicznie στα ελληνικά - αρχιτεκτονικά, αρχιτεκτονική, αρχιτεκτονικής, αρχιτεκτονικό, από αρχιτεκτονική
- dedukować στα ελληνικά - συνάγω, συμπεραίνω, συναγάγει, συμπεράνουμε, να συναγάγει
- etymologiczny στα ελληνικά - ετυμολογικός, ετυμολογική, ετυμολογικό, ετυμολογικές, ετυμολογικά
- gminny στα ελληνικά - κοινός, δημοτικός, συνηθισμένος, κοινότητα, Κοινότητας, κοινοτικό, της Κοινότητας, ...
Τυχαίες λέξεις
Nowela στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καινοφανής, μυθιστόρημα, διήγημα, σύντομη ιστορία, μικρή ιστορία, διηγήματος, διήγημα του
Μεταφράσεις: καινοφανής, μυθιστόρημα, διήγημα, σύντομη ιστορία, μικρή ιστορία, διηγήματος, διήγημα του