Λέξη: δότης

Σχετικές λέξεις: δότης

δότης μυελού των οστών ελπιδα διαδικασία, δότης αιμοπεταλίων προυποθεσεις, δότης μυελού οστών, δότης μυελού των οστών ποναει, δότης μυελού των οστών πως γινεται, δότης μυελού των οστών ελπιδα, δότης μυελού των οστών θεσσαλονικη, δότης οργάνων, δότης μυελού των οστών κινδυνοι, δότης μυελού των οστών διαδικασία

Συνώνυμα: δότης

δωρητής, δίδων, δοτήρ

Μεταφράσεις: δότης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
donor, giver, donor is, a donor, the donor
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
donante, dador, donador, donantes, de donantes, los donantes
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stifter, geber, spender, Spender, Geber, Donor
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
donneur, donateur, donateurs, donneurs, bailleurs de fonds
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
donatore, donatrice, donatori, dei donatori, donatore di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
doador, dador, doadores, dos doadores, de doadores
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schenker, gever, donor, donoren, donors
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
даритель, дозорный, жертвователь, донор, доноров, донором, донора, донорно
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
donor, giver
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
donator, givare, givar, givaren
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lahjoittaja, luovuttaja, luovuttajan, avunantajien, luovuttajalta, luovuttajien
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
donor, donoren, donorer, donorens, donors
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dárce, dárcem, donor, dárců, donoru
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ofiarodawca, dawca, donor, darczyńca, donator, dawcy, dawcą
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
donor, adományozó, adományozók, donorok, a donor
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
verici, donör, donor, bağış, bağışçı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
донор
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dhurues, donatorëve, e donatorëve, donatori, donator
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дарител, донор, на донорите, донорска, донор на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
донар
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
doonor, andja, annetaja, doonori, rahastaja, doonorriikide
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
darodavac, darovatelj, donator, davatelj, davalac, donatora, donor, donorska
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gjafa, gjafi, gjafinn, gjafavefurinn, gjafans
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
donoras, donoro, teikėja, donorų, donorė
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ziedotājs, donors, donoru, donora, līdzekļu devēju, līdzekļu devēja
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
донатори, донатор, донаторски, донаторот, донаторската
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
donator, donatorilor, donor, donatoare, a donatorilor
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
donator, donor, darovalec, donatorjev, darovalka
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sponzor, darcu, darca, darcov, darcom, darcovia

Στατιστικά δημοτικότητας: δότης

Τυχαίες λέξεις