Λέξη: πεπαλαιωμένος

Συνώνυμα: πεπαλαιωμένος

απαρχαιουμένος

Μεταφράσεις: πεπαλαιωμένος

πεπαλαιωμένος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
antiquated, worn out, obsolescent, obsolete, outdated

πεπαλαιωμένος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desgastado, desgastada, gastado, agotado, gastada

πεπαλαιωμένος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
veraltet, abgenutzt, verschlissen, abgenutzten, erschöpft, abgenutzte

πεπαλαιωμένος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vieux, démodé, suranné, antique, vieillot, épuisé, usé, usés, usée, usées

πεπαλαιωμένος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
antiquato, consumati, usurati, consumato, usurata, usurato

πεπαλαιωμένος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desgastado, cansados, desgastada, desgastados, cansados out

πεπαλαιωμένος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
versleten, uitgeput, versleten is, versleten zijn, uitgeputte

πεπαλαιωμένος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
старомодный, устарелый, застарелый, ветхозаветный, несовременный, устаревший, допотопный, изношенный, измотан, изношены, изношенные, изношенных

πεπαλαιωμένος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utslitt, utslitte, slitt, slitt ut, slitte ut

πεπαλαιωμένος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utsliten, slitna, utslitna, slitna ut, sliten

πεπαλαιωμένος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
entisajan, antiikkinen, vanhentunut, kuluneet, kulunut, kuluneita, kulunut loppuun, loppuun kulunut

πεπαλαιωμένος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
slidte, slidt, opslidte, slidt op, nedslidt ud

πεπαλαιωμένος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
staromódní, zastaralý, starý, opotřebované, opotřebené, opotřebovaný, opotřebovaná, vyčerpaná

πεπαλαιωμένος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
staroświecki, szczątkowy, zużyte, zużyta, zużyty, wyczerpany, zużyje

πεπαλαιωμένος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elavult, kopott, elhasználódott, elhasznált, elhasználódtak, elkopott

πεπαλαιωμένος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yıpranmış, aşınmış, eskimiş, giyilen

πεπαλαιωμένος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
застарілий, старомодний, зношений

πεπαλαιωμένος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lodhur, lodhur nga, grisur, fushë si të ngordhur, të lodhur nga

πεπαλαιωμένος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
износени, износена, непригоден, износила, стане непригоден

πεπαλαιωμένος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зношаны

πεπαλαιωμένος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vanamoeline, kulunud, vananenud, amortiseerunud, kurnatud, vanaks

πεπαλαιωμένος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
iscrpljen, istrošeni, izlizan, istrošena, izmoreno

πεπαλαιωμένος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
borinn út, borið út, slitnir, uppgefnir, sér gengin

πεπαλαιωμένος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
susidėvėjęs, susidėvėję, susidėvėjo, nusidėvėję, susidėvėjusi

πεπαλαιωμένος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izdilis, nolietojies, nolietojušās, nolietoti, nolietotas

πεπαλαιωμένος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
истрошени, износени, истрошат, исцрпена, уморно

πεπαλαιωμένος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
uzat, uzate, uzată, obosiți, foarte obosiți

πεπαλαιωμένος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obrabljen, dotrajana, obrabljena, obrabljeni, izčrpanih

πεπαλαιωμένος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
opotrebované, opotrebovanie, opotrebovaný, opotrebovanej, opotrebené
Τυχαίες λέξεις