Nowy στα ελληνικά
Μετάφραση: nowy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δροσερός, καινούριος, μυθιστόρημα, καινοφανής, νέος, φρέσκος, πρόσφατος, ζωντανός, νωπός, νέα, νέο, νέων, νέες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- clić στα ελληνικά - ελευθερώνω, έκδηλος, διαυγής, εναργής, Clic
- docierak στα ελληνικά - πλαταγίζω, γύρος, γόνατα, παφλάζω, λείανση, lapping, λείανση με αλοιφή, ...
- gibkość στα ελληνικά - ευλυγισία, ευκαμψία, ευελιξία, ελαστικότητα, απαλότητα
- hulaszczy στα ελληνικά - διασκεδάζων θορυβωδώς, εύθυμου, θορυβωδώς
Τυχαίες λέξεις
Nowy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δροσερός, καινούριος, μυθιστόρημα, καινοφανής, νέος, φρέσκος, πρόσφατος, ζωντανός, νωπός, νέα, νέο, νέων, νέες
Μεταφράσεις: δροσερός, καινούριος, μυθιστόρημα, καινοφανής, νέος, φρέσκος, πρόσφατος, ζωντανός, νωπός, νέα, νέο, νέων, νέες