Λέξη: απομακρυσμένος
Σχετικές λέξεις: απομακρυσμένος
απομακρυσμένος έλεγχος υπολογιστή, απομακρυσμένος έλεγχος iphone, απομακρυσμένος έλεγχος συσκευών, απομακρυσμένοσ μετάφραση, απομακρυσμένος έλεγχος dvr, απομακρυσμένος συνώνυμα
Συνώνυμα: απομακρυσμένος
μακρυνός, μακρινός, αφηρημένος
Μεταφράσεις: απομακρυσμένος
απομακρυσμένος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
distant, remote, remoteness, distal, remotely
απομακρυσμένος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
remoto, separado, distante, apartado, lejano, lejana, distantes, distancia
απομακρυσμένος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entfernt, abgeschlagen, reserviert, fern, abgelegen, fernbedienung, abstehend, entfernte, distanziert, entfernten, fernen
απομακρυσμένος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
glacial, étrange, lointain, frisquet, isolé, frais, reculé, écarté, éloigné, étranger, inaccessible, distant, froid, vaste, loin, lointaine
απομακρυσμένος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
remoto, distante, lontano, lontana, distanti, distanza
απομακρυσμένος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
relançar, reformar, remoto, distância, distante, distantes, longínquo, longe
απομακρυσμένος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verwijderd, veraf, afgelegen, ververwijderd, verafgelegen, ver, verre, verte, op afstand
απομακρυσμένος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
далекий, уединенный, нелюдимый, холодный, отличный, дистанционный, отстоящий, прошлый, отдаленный, удаленный, некрупный, давний, слабый, ничтожный, давнопрошедший, небольшой, дальний, удаленная, удаленного
απομακρυσμένος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fjern, avsides, fjernt, fjerne, langt
απομακρυσμένος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fjärran, avlägsen, avlägsna, långt, avlägset
απομακρυσμένος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
etäinen, kaukainen, kaukana, kaukaisten, kaukaisessa
απομακρυσμένος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fjern, fjernt, fjerne, langt, afstand
απομακρυσμένος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vzdálený, odměřený, odlehlý, daleký, nepřístupný, chladný, rezervovaný, vzdálené, vzdálená, vzdálenější, vzdálených
απομακρυσμένος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zamiejscowy, obcy, daleki, nieobecny, chłodny, odległy, zamierzchły, krewny, zdalny, nieprzystępny, oddalony, odległe, odległych
απομακρυσμένος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
messzi, távoli, a távoli, távolabbi, távol, messze
απομακρυσμένος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uzak, uzak bir, uzaktaki, uzaktan, uzakta
απομακρυσμένος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
холодний, безжальний, сухий, сухої, безпощадний, безжалісний, нещадний, минулий, далекий, давній, віддалений, віддалене, віддаленого
απομακρυσμένος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
telekomanduesi, largët, i largët, larg, Distant, e largët
απομακρυσμένος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
далечен, отдалечен, далечна, далечно, далечното
απομακρυσμένος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аддалены, падалены, далёкі, далёкае, далёкім
απομακρυσμένος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kauge, eemalolev, kaugel, kauges, kaugete, kaugetes
απομακρυσμένος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zabačen, udaljeni, daljinski, dalek, dalekih, izdvojen, daleki, udaljen, neznatan, Distant, udaljena, udaljene
απομακρυσμένος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afskekktur, fjarlægur, fjarlæg, fjarlægar, fjarlægari, fjarlægum
απομακρυσμένος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
longinquus, semotus
απομακρυσμένος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tolimas, atokus, tolima, toli, Distant
απομακρυσμένος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
attāls, tāls, tālu, attālumā, tālā
απομακρυσμένος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
далечното, далечните, далечната, далечни, далечен
απομακρυσμένος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
îndepărtat, la distanță, îndepărtată, distant, indepartat
απομακρυσμένος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
daljni, oddaljeni, oddaljena, daleč, oddaljene
απομακρυσμένος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vzdialený, vzdialeného, vzdialené, vzdialený od
Τυχαίες λέξεις