Λέξη: ευπάθεια
Σχετικές λέξεις: ευπάθεια
ευπάθεια στην κλιματική αλλαγή, ευπάθεια ορισμός, ευπάθεια συνώνυμα, κοινωνική ευπάθεια, ευπάθεια συνώνυμο
Συνώνυμα: ευπάθεια
ευαισθησία, αισθητικότης, αισθητικότητα
Μεταφράσεις: ευπάθεια
ευπάθεια στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
susceptibility, vulnerability, fragility, sensitivity, vulnerable
ευπάθεια στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
susceptibilidad, vulnerabilidad, la vulnerabilidad, vulnerabilidad de, Una vulnerabilidad, de Vulnerabilidad
ευπάθεια στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
empfänglichkeit, Verletzlichkeit, Verwundbarkeit, Verletzbarkeit, Sicherheitslücke, Vulnerability
ευπάθεια στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sensibilité, susceptibilité, délicatesse, recevabilité, vulnérabilité, la vulnérabilité, Une vulnérabilité, vulnérabilité de, Vulnerability
ευπάθεια στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vulnerabilità, Una vulnerabilità, Vulnerability, della vulnerabilità, vulnerabilità legata
ευπάθεια στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vulnerabilidade, vulnerabilidade de, a Vulnerabilidade, Vulnerability, de Vulnerabilidade
ευπάθεια στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontvankelijkheid, kwetsbaarheid, de kwetsbaarheid, Beveiligingsprobleem, de kwetsbaarheid van, Vulnerability
ευπάθεια στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
восприимчивость, влюбчивость, изнеженность, чувствительность, впечатлительность, обидчивость, уязвимость, уязвимости, уязвимостей, Vulnerability, ранимость
ευπάθεια στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sårbarhet, Et sikkerhetsproblem, sårbarheten, sikkerhetsproblemet i, sårbarhets
ευπάθεια στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sårbarhet, Säkerhetsproblem, sårbarhets, sårbarheten, Vulnerability
ευπάθεια στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
herkkyys, alttius, vastustuskyvyttömyys, haavoittuvaisuus, haavoittuvuus, heikkous, Haavoittuvuuden
ευπάθεια στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Sårbarhed, Svaghed, En sårbarhed, En svaghed, Vulnerability
ευπάθεια στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
choulostivost, citlivost, zranitelnost, Chyba zabezpečení, Chyba, zranitelnosti, chyby zabezpečení
ευπάθεια στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podatność, wrażliwość, Luka, Vulnerability, Luka w zabezpieczeniach, luce w zabezpieczeniach
ευπάθεια στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sebezhetőség, biztonsági rése, biztonsági résének, sérülékenység, Sebezhetőségi
ευπάθεια στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
Güvenlik Açığı, Açığı, Güvenlik Açığının, Vulnerability
ευπάθεια στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сприйнятливість, вразливість, уразливість, дефект
ευπάθεια στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dobësi, Vulnerability, cenueshmëria, vulnerabiliteti, Vulnerabilitetit
ευπάθεια στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
уязвимост, Уязвимостта, на уязвимостта, уязвимости, Vulnerability
ευπάθεια στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўразлівасць, Уразлівасць, слабасць, Прыступнасьць, Малаабароненасць
ευπάθεια στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tundlikkus, vastuvõtlikkus, haavatavus, haavatavust, haavatavuse, Vulnerability, kaitsetust
ευπάθεια στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
podložnost, mogućnost, osjetljivost, prijemčivost, ranjivost, ranjivosti, Slabe točke, Vulnerability
ευπάθεια στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Veikleikar, varnarleysi, viðkvæmni, veikleikum, Þjóðhagsvísbendingin
ευπάθεια στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pažeidžiamumas, Luka, pažeidžiamumą, pažeidžiamas, pažeidžiamumo
ευπάθεια στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ievainojamība, Neaizsargātības, neaizsargātību, ievainojamību, neaizsargātība
ευπάθεια στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ранливост, ранливоста, ранливоста на, слаби точки, на слаби точки
ευπάθεια στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vulnerabilitate, Vulnerabilitatea, vulnerabilității, Vulnerability, vulnerabilități
ευπάθεια στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ranljivost, ranljivosti, občutljivost, ogroženosti
ευπάθεια στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zraniteľnosť, zraniteľnosti, citlivosť, zraniteľné, v akej miere je
Τυχαίες λέξεις