Nurtować στα ελληνικά
Μετάφραση: nurtować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λεία, βορά, πονώ, φλογούμαι, ερεθίζομαι, να εκνευρίζει, εκνευρίζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chodzenie στα ελληνικά - περπάτημα, μετάβαση, θα, πρόκειται, πηγαίνει, συμβαίνει
- dwupostaciowość στα ελληνικά - διμορφισμό, διμορφισμός, διμορφισμού, dimorphism
- eratyczny στα ελληνικά - ασταθής, ακανόνιστη, ασταθείς, ακανόνιστες, ασταθή
- grafoman στα ελληνικά - κακογράφος
Τυχαίες λέξεις
Nurtować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λεία, βορά, πονώ, φλογούμαι, ερεθίζομαι, να εκνευρίζει, εκνευρίζει
Μεταφράσεις: λεία, βορά, πονώ, φλογούμαι, ερεθίζομαι, να εκνευρίζει, εκνευρίζει