Λέξη: χαίρομαι

Σχετικές λέξεις: χαίρομαι

χαίρομαι που επιτέλους με κάλεσες μετά από 25 χρόνια καριέρας, χαίρομαι που σασ γνωρίζω, χαίρομαι χαίρεσαι χαίρεται, χαίρομαι να τους βλέπω ευτυχισμένους έστω από κουταμάρα, χαίρομαι προστακτική, χαίρομαι συνώνυμα, χαίρομαι που κλείνουν το κανάλι 67, χαίρομαι να σε θωρώ, χαίρομαι κλίση, χαίρομαι χαίρεσαι

Συνώνυμα: χαίρομαι

απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι, ηδονίζομαι, αγάλλομαι, χαίρω, ευφραίνομαι, ευραίνω, χαροποιώ

Μεταφράσεις: χαίρομαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rejoice, delight, enjoy, I am pleased, I am glad
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alegrarse, deleitar, deleite, delicia, placer, alegría, delicias
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Freude, Vergnügen, Entzücken, Lust, Genuss
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réjouissons, réjouis, réjouissent, jubiler, exulter, réjouir, réjouissez, délice, joie, plaisir, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esultare, delizia, gioia, piacere, diletto, delight
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jubilar, regozijar, delícia, prazer, deleite, alegria, delírio
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
genot, verrukking, genoegen, vreugde, delight
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ликовать, обладать, нарадоваться, обрадоваться, настраивать, порадовать, радоваться, обрадовать, радовать, веселиться, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fryde, glede, fryd, delight
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
glädje, fröjd, förtjusning, delight, nöje
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
iloita, riemuita, ilo, iloksi, iloa, delight, nautintoa
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
glæde, fornøjelse, fryd, delight
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jásat, plesat, těšit, potěšit, rozkoš, potěšení, radost, potěšením, delight
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cieszyć, radować, rozkosz, radość, zachwyt, zachwycać, rozkoszą
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
élvezet, gyönyörűség, örömére, gyönyör, delight
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sevinmek, zevk, bir zevk, zevktir, lokum, bir zevktir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
той, отой, правдивість, правда, відмовляє, захват, захоплення, захваті
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gëzohem, kënaqësi, kënaqësia, gjen kënaqësinë, gjen kënaqësinë e, që gjen kënaqësinë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наслада, удоволствие, радост, възхитена
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
захапленне, захапленьне, восторг, захапленні
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rõõmustama, rõõm, nauding, rõõmu, heameelt, rõõmuks
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zadovoljstvo, uživanje, slast, uživati, užitak
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fagna, gleði, unun, yndi, hefir unun af, hefir unun
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
malonumas, patinka, džiaugsmo, malonu, džiaugsmas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
prieks, sajūsma, bauda, baudījums
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
радост, локум, задоволство, воодушевување, уживање
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
încântare, plăcere, incantare, bucurie, deliciu
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plesat, delight, navdušili, radost, veselje, užitek
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozkoš, rozkoše

Στατιστικά δημοτικότητας: χαίρομαι

Τυχαίες λέξεις