Obciążyć στα ελληνικά
Μετάφραση: obciążyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιδεινώνω, βάρος, φορτώνω, ζαλίκι, κατηγορία, φροντίδα, φορτίο, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cwałowanie στα ελληνικά - γκάλοπ, καλπασμός, καλπάζω, Ιππασία, καλπασμό, Gallop, καλπασμού
- część στα ελληνικά - πρόσφορος, θραύσμα, συστατικός, μοιράζομαι, φίμωτρο, φέτα, μερίδιο, ...
- dominacja στα ελληνικά - κυριαρχία, κυριαρχίας, την κυριαρχία, της κυριαρχίας, επικράτηση
- ekstremista στα ελληνικά - εξτρεμιστής, φανατικός, εξτρεμιστικές, εξτρεμιστικών, εξτρεμιστικά, εξτρεμιστική
Τυχαίες λέξεις
Obciążyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιδεινώνω, βάρος, φορτώνω, ζαλίκι, κατηγορία, φροντίδα, φορτίο, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων
Μεταφράσεις: επιδεινώνω, βάρος, φορτώνω, ζαλίκι, κατηγορία, φροντίδα, φορτίο, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων