Obejmować στα ελληνικά
Μετάφραση: obejmować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιέχω, εσωκλείω, μπλέκω, υποθέτω, εκφράζω, εμπλέκομαι, αγκαλιάζω, εμπλέκω, συσσωματώνω, περιλαμβάνω, εγκλείω, σφίγγω, αναχαιτίζω, καλύπτω, περικλείω, ενσωματώνω, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amidki στα ελληνικά - αμίδια, αμιδίων, αμίδες, τα αμίδια, αμιδών
- bakarat στα ελληνικά - Μπακαρά, Baccarat, του μπακαρά, το Baccarat, μπακαράς
- dwumian στα ελληνικά - διωνυμικός, διώνυμος, δυωνυμική, δυωνυμικού, δυωνυμικής
- estetyzm στα ελληνικά - αισθητισμό, αισθητισμού, αισθητική, καλαισθησία, αισθητικής
Τυχαίες λέξεις
Obejmować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιέχω, εσωκλείω, μπλέκω, υποθέτω, εκφράζω, εμπλέκομαι, αγκαλιάζω, εμπλέκω, συσσωματώνω, περιλαμβάνω, εγκλείω, σφίγγω, αναχαιτίζω, καλύπτω, περικλείω, ενσωματώνω, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
Μεταφράσεις: περιέχω, εσωκλείω, μπλέκω, υποθέτω, εκφράζω, εμπλέκομαι, αγκαλιάζω, εμπλέκω, συσσωματώνω, περιλαμβάνω, εγκλείω, σφίγγω, αναχαιτίζω, καλύπτω, περικλείω, ενσωματώνω, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης