Λέξη: αχτίδα
Σχετικές λέξεις: αχτίδα
αχτίδα θεσσαλονίκη, φροντιστήριο αχτίδα, αχτίδα αυτισμός, αχτίδα φωτός
Συνώνυμα: αχτίδα
στέλεχος, κοντάρι, ράβδος, άξων, βέλος
Μεταφράσεις: αχτίδα
αχτίδα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ray, beam, shaft, glimmer, ray of, glimmer of
αχτίδα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
viga, rayo, irradiar, brillar, eje, eje de, del eje, eje del, el eje
αχτίδα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
leitstrahl, seite, balken, strahlen, schiffsseite, Welle, Schaft, Wellen, Achse
αχτίδα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
briller, luire, fléau, irradier, botte, diffuser, solive, rai, émission, trousseau, rayonner, reluire, éclairer, rayon, poutre, sourire, arbre, axe, l'arbre, puits
αχτίδα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
trave, splendere, raggio, razza, irradiare, albero, pozzo, dell'albero, albero di, all'albero
αχτίδα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
briga, trave, cru, feixe, raio, madeiro, barrote, fuste, eixo, veio, eixo de, do eixo
αχτίδα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
balk, straal, ribbe, onderlegger, spaak, schacht, as, de as, shaft
αχτίδα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дышло, облучить, луч, навой, ложбина, просиять, пучок, брус, балка, балансир, рей, сияние, коромысло, облучать, излучаться, сноп, вал, вала, валом, валу, ось
αχτίδα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bjelke, stråle, aksel, akselen, skaft
αχτίδα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stråle, bjälke, stråla, skina, balk, axel, skaft, axeln
αχτίδα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
säde, helottaa, hirsi, hohtaa, antennikeila, orsi, lähettää, palkki, juova, akseli, akselin, akselille, akseliin, akselia
αχτίδα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stråle, bjælke, aksel, skaft, akslen, skaftet, akselen
αχτίδα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
břevno, svazek, paprsek, nosník, trám, zářit, svítit, vyzařovat, úsměv, ozařovat, kláda, ozářit, šachta, hřídel, hřídele, hřídeli, hřídelem
αχτίδα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
półprosta, promienieć, legar, snop, dźwigar, promyk, rozpromieniać, belka, dyszel, bela, świecić, równoważnia, promień, trawers, płaszczka, wiązka, wał, szyb, wału, wałek, wałka
αχτίδα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gerenda, zuboly, állópofa, rája, mérlegkar, fénykéve, mérlegrúd, zugoly, nyél, tengely, tengelyt, szár, tengelyre
αχτίδα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
parlamak, ışın, kiriş, direk, şaft, mil, mili, şaftı, milinin
αχτίδα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пучок, промінь, простягніться, балка, сяйво, брус, вал
αχτίδα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkëlqej, shndrit, rreze, dërgoj, bosht, bosht të, shaft, shigjetë, aks
αχτίδα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лъч, вал, вала, на вала, шахта, ос
αχτίδα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вал
αχτίδα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kiir, rai, poom, kang, võll, võlli, võllile, šahti, võlliga
αχτίδα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
raja, zraka, mlaz, zračiti, tračak, raža, zrak, šipka, osovina, vratilo, vratila, osovine, shaft
αχτίδα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
geisli, bol, skaftið, skafti, skaft, meginás
αχτίδα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
radio
αχτίδα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
spindulys, švytėti, spindėti, sija, velenas, veleno, veleną, shaft, velenų
αχτίδα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sija, starot, baļķis, starojums, stars, smaidīt, kāts, vārpsta, vārpstas, vārpstu, shaft
αχτίδα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вратило, оска, шахта, вратилото, оската
αχτίδα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
grind, raz, grindă, transmite, rază, ax, arbore, cu ax, arbore de, a arborelui
αχτίδα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gred, gredi, jašek, gredjo, os
αχτίδα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lúč, šachta, šachty