Obmywać στα ελληνικά
Μετάφραση: obmywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκκαθαρίζω, πλένω, πλύνω, ξεπλένω, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος
Μεταφράσεις
- aproksymacja στα ελληνικά - προσέγγιση, προσεγγίσεως, προσέγγισης, την προσέγγιση
- duszpasterski στα ελληνικά - ποιμενικός, ιερατικός, ιερατική, ιερατικά, ιερατικής, ιερατικό
- dyktat στα ελληνικά - υπαγορεύω, υπαγόρευση, υπαγορεύουν, υπαγορεύει, υπαγορεύσει, επιβάλλουν
- dywan στα ελληνικά - αθλητής, μαλλί, χαλί, μοκέτα, δρομέας, τάπητα, ταπήτων, ...
Τυχαίες λέξεις
Obmywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκκαθαρίζω, πλένω, πλύνω, ξεπλένω, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος
Μεταφράσεις: εκκαθαρίζω, πλένω, πλύνω, ξεπλένω, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος