Λέξη: αναρωτιέμαι

Σχετικές λέξεις: αναρωτιέμαι

αναρωτιέμαι αντώνυμο, αναρωτιέμαι μερικές φορές είμαι εγώ που σκέφτομαι καθημερινά πως η ζωή μου είναι μία, αναρωτιέμαι συνώνυμα, αναρωτιέμαι στίχοι, αναρωτιέμαι κλίση, αναρωτιέμαι μερικές φορές είμαι εγώ που σκέφτομαι καθημερινά, αναρωτιέμαι english, αναρωτιέμαι σημασια, αναρωτιέμαι μερικές φορές, αναρωτιέμαι ποιήματα

Συνώνυμα: αναρωτιέμαι

διερωτώμαι, θαυμάζω, απορώ, εκπλήττομαι

Μεταφράσεις: αναρωτιέμαι

αναρωτιέμαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wonder, I wonder, wondering, I ask myself, ask myself

αναρωτιέμαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asombrarse, maravilla, milagro, admirarse, asombro, preguntarse, pregunto, preguntarme, preguntarnos, preguntarse por

αναρωτιέμαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wunder, verwunderung, staunen, Wunder, frage mich, wundern

αναρωτιέμαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
émerveillement, ébahissement, prodige, miracle, étonnement, merveille, miraculeux, étonner, admirer, se demander, demander, me demande, me demander, se interroger

αναρωτιέμαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
meravigliarsi, miracolo, prodigio, portento, meraviglia, stupore, chiedere, domandarsi, chiedersi

αναρωτιέμαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
maravilha, pergunto, perguntar, me pergunto, de saber

αναρωτιέμαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verbazing, wonder, zich afvragen, benieuwd zijn, verwondering, afvragen

αναρωτιέμαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дивиться, удивляться, интересоваться, изумляться, недоумевать, Интересно, задаться вопросом, задаться

αναρωτιέμαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forundring, vidunder, under, lurer, lurer på, spørre, spørre seg, lure

αναρωτιέμαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
underverk, under, undrar, undra, att undra, frågar, fundera

αναρωτιέμαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ihme, ihmettely, kummastus, kummeksia, ihmetys, ihmetellä, ihmettelevät, ihmettelen

αναρωτιέμαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vidunder, spekulerer, spekulerer på, undre, undre sig

αναρωτιέμαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
žasnout, div, obdivovat, údiv, zázrak, úžas, divit, Zajímalo, klást otázku

αναρωτιέμαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dziwić, zastanowić, zastanawiać, zastanawiać się, dziwo, zastanawiam, zastanawiam się

αναρωτιέμαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csoda, csodálkozás, Kíváncsi, Vajon, csodálkozik

αναρωτιέμαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mucize, şaşkınlık, harika, tansık, hayret, merak, merak ediyorum, acaba, ediyorum

αναρωτιέμαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переможений, вона, дивуватися, удивляются, дивуватися з, дивуватись

αναρωτιέμαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çudi, pyes veten, veten, të pyes veten, pyes veten se

αναρωτιέμαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чудя се, чудя, се чудя, се чудите

αναρωτιέμαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
здзіўляцца, дзівіцца, зьдзіўляцца

αναρωτιέμαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ime, imestama, tea, ei tea

αναρωτιέμαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razmišljati, čudo, čuditi, pitam se, se pitaju, čudnovato

αναρωτιέμαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tákn, furða, velti, velti því, velta, velta fyrir

αναρωτιέμαι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
admiratio

αναρωτιέμαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stebuklas, stebėtis, įdomu, stebisi

αναρωτιέμαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izbrīns, brīnums, brīnīties, brīnos

αναρωτιέμαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
се прашувам, прашувам, чудам, се прашуваат, прашуваат

αναρωτιέμαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mirare, minune, întreb, intreb, întreba, de mirare

αναρωτιέμαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
div, sprašujem se,, sprašujem, sprašujem se, se sprašujem

αναρωτιέμαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
údiv, div, diviť, čudovať
Τυχαίες λέξεις